Την ετήσια έκθεσή της για τη διεύρυνση της ΕΕ παρέδωσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προς υποψήφιες χώρες-μέλη και όλα τα βλέμματα θα είναι στραμμένα προς την Ουκρανία ή τη Μολδαβία. Η Ευρωπαϊκή Ένωση ετοιμάζεται για να υποδεχθεί νέα μέλη σε ένα περισσότερο ή λιγότερο κοντινό μέλλον, όμως για την Τουρκία το τέλος της διαδικασίας μοιάζει ανέφικτο, καθώς οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις έχουν παγώσει από το 2018.
Η Τουρκία, η οποία είναι επισήμως υποψήφια για ένταξη από το 1999, σχεδόν 25 χρόνια τώρα, μόλις που θα αναφερθεί. Η έναρξη των διαπραγματεύσεων για την ένταξή της στην Ε.Ε. πηγαίνει πίσω στο 2005. Μάλιστα, είχε χαρακτηριστεί «ιστορικό» γεγονός από τον Τόνι Μπλερ, τον τότε πρωθυπουργό της Βρετανίας. Όμως πολύ γρήγορα οι Ευρωπαίοι ηγέτες βρέθηκαν αντιμέτωποι με τις δυσκολίες που συνδέονται με την τουρκική κατοχή της Βόρειας Κύπρου, πρόγευση των πολυάριθμων προβλημάτων που επρόκειτο να συναντήσουν οι διαπραγματεύσεις.
Για πολλά κράτη-μέλη, οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις, οι οποίες παραμένουν παγωμένες από τον Ιούνιο 2018, θα βρίσκονται για καιρό σε νεκρό σημείο. Τον Σεπτέμβριο, η Αυστρία, η οποία αντιτίθεται από παλιά στην ένταξη της Τουρκίας, ζήτησε να διακοπεί επισήμως η διαδικασία. Ευρωπαίοι αξιωματούχοι, οι οποίοι ζήτησαν να μην κατονομαστούν, θεωρούν πως αυτό θα ήταν πιο έντιμο, όμως κανείς δεν θέλει να κάνει το πρώτο βήμα.
Οι σχέσεις ανάμεσα στην Ε.Ε. και την Άγκυρα βασίζονται σήμερα ουσιαστικά στο «πάρε-δώσε». Η Τουρκία λαμβάνει έτσι ευρωπαϊκά κεφάλαια σε αντάλλαγμα για τη βοήθειά της στον έλεγχο των μεταναστευτικών ροών προς την Ευρώπη.
Μετά τις τουρκικές εκλογές του Μαΐου, οι Ευρωπαίοι ηγέτες δημιούργησαν νέες ελπίδες, ζητώντας από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και από τον επικεφαλής της διπλωματίας της Ε.Ε. να ετοιμάσει μια έκθεση για τη βελτίωση των σχέσεων. Η έκθεση αυτή αναμένεται τον Δεκέμβριο, πριν από μια σύνοδο κορυφής των 27, όμως οι εμπειρογνώμονες παραμένουν επιφυλακτικοί για τις προόδους που θα μπορούσε να περιλαμβάνει. «Δεν περιμένω μια σημαντική αναζωογόνηση της σχέσης, επειδή υπάρχει περιορισμένος αριθμός πεδίων στα οποία μπορούν να γίνουν πρόοδοι» εκτιμά η Σενέμ Αϊντίν-Ντουζγκίτ, καθηγήτρια Διεθνών Σχέσεων στο πανεπιστήμιο Σαμπαντσί της Κωνσταντινούπολης. «Υπάρχει μια αποθάρρυνση έναντι της Τουρκίας στην Ευρώπη» παραδέχθηκε ο Ισπανός ευρωβουλευτής και εισηγητής του τουρκικού φακέλου στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Νάτσο Σάντσεθ Αμόρ, προσθέτοντας: «Κουραστήκαμε να κρατάμε ενεργή την ενταξιακή διαδικασία, όταν είναι προφανές ότι δεν υπάρχει αληθινή πολιτική βούληση από την άλλη πλευρά για να προχωρήσει στη δημοκρατική οδό».
Η Ε.Ε. κατηγορεί την Τουρκία ότι κάνει πίσω σε ό,τι αφορά τον εκδημοκρατισμό, ιδιαίτερα μετά την απόπειρα πραξικοπήματος του 2016 εναντίον του προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Στο πλαίσιο αυτό, η έκθεση για την Τουρκία αναμένεται ότι θα αρκεστεί στο να συστήσει μια βελτίωση της τελωνειακής ένωσης μεταξύ των δύο μερών. Και σ’ αυτό όμως οι ειδικοί είναι επιφυλακτικοί. «Αν οι διαπραγματεύσεις για την τελωνειακή ένωση καταστεί δυνατό να αρχίσουν με τη σημερινή (τουρκική) κυβέρνηση, δεν πιστεύω πως θα προχωρήσουν πολύ» εκτιμά η Αϊντίν-Ντουζγκίτ.
Οι Βρυξέλλες στέλνουν μερικές φορές αντιφατικά μηνύματα, όμως το ίδιο κάνει και ο Ερντογάν. «Η Τουρκία δεν περιμένει πια τίποτα από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία μας κάνει να περιμένουμε στην πόρτα της εδώ και 60 χρόνια», δήλωσε έτσι στις αρχές Οκτωβρίου, δύο μήνες αφού είχε συνδέσει το ενδεχόμενο πράσινο φως εκ μέρους του για την ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ με την επανεκκίνηση των διαπραγματεύσεων με την Ε.Ε.
Ο πρεσβευτής της Τουρκίας στην Ε.Ε. Φαρούκ Καϊμακτσί λέει πως εξακολουθεί να υποστηρίζει την ένταξη της χώρας του, επισημαίνοντας: «Αυτό που περιμένουμε είναι να έχουμε την ίδια αντιμετώπιση με τις άλλες υποψήφιες χώρες».
Στις Βρυξέλλες, όπως και στην Άγκυρα, πολλοί πιστεύουν πως είναι απαραίτητη μια «αποσαφήνιση». Ήδη το 2009, ο Γάλλος τότε πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί και η Γερμανίδα τότε καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ εξέφρασαν ξεκάθαρα την αντίθεσή τους στην ένταξη της Τουρκίας στην Ευρώπη. Έκτοτε το Brexit έκανε την Τουρκία να χάσει τον κύριο σύμμαχό της στην Ε.Ε., τη Βρετανία.
Εντούτοις, οι Ηνωμένες Πολιτείες συνεχίζουν να ασκούν πίεση για να διατηρήσουν «στη ζωή» τη διαδικασία των διαπραγματεύσεων, καθώς θέλουν να κρατήσουν την Τουρκία, χώρα μέλος του ΝΑΤΟ, όσο το δυνατόν πιο μακριά από τη Ρωσία, ιδιαίτερα μετά την εισβολή του ρωσικού στρατού στην Ουκρανία.
Όμως η προοπτική της ένταξης της Ουκρανίας στην Ε.Ε., η οποία θα μπορούσε να προχωρήσει σήμερα σε περίπτωση θετικής γνωμοδότησης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με το Κίεβο, υπάρχει κίνδυνος να απομακρύνει ακόμη περισσότερο την Τουρκία από την Ευρώπη.
«Η ένταξη της Ουκρανίας θα αλλάξει την Ε.Ε. και θα της είναι αδύνατο να αποδεχθεί ένα νέο μέλος όπως η Τουρκία» εκτιμά Ευρωπαίος αξιωματούχος, ο οποίος ζήτησε να μην κατονομαστεί εξαιτίας του ευαίσθητου χαρακτήρα του θέματος.
Για άδικη και προκατειλημμένη προσέγγιση της ΕΕ έναντι της Άγκυρας κάνει λόγο το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών, απαντώντας στην έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Τουρκία.
«Αν και η έκθεση του 2023 για την Τουρκία είναι η 25η έκθεση που συντάσσει η Επιτροπή για την Τουρκία, η άδικη και προκατειλημμένη προσέγγιση της ΕΕ απέναντι στη χώρα μας είναι ανησυχητική για το μέλλον της ηπείρου μας, η οποία αντιμετωπίζει πολλές απειλές» σημειώνει το τουρκικό ΥΠΕΞ και απαντά ξεχωριστά στις αιτιάσεις της ΕΕ ανά κεφάλαιο.
Ειδικά για τις αναφορές της έκθεσης στην Κύπρο, το Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, η τουρκική διπλωματία κατηγορεί την ΕΕ για παράνομες, μη ρεαλιστικές και μαξιμαλιστικές θέσεις, ενώ όσον αφορά στη διαδικασία επίλυσης του Κυπριακού υποστηρίζει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει λόγο και οι θέσεις της είναι άνευ αξίας και μη δεσμευτικές για την Τουρκία.
Συγκεκριμένα, στην ανακοίνωση του τουρκικού ΥΠΕΞ σημειώνεται: «Το γεγονός ότι οι ενότητες της έκθεσης για την Ανατολική Μεσόγειο, το Αιγαίο και την Κύπρο, ως συνήθως, αντανακλούν τις παράνομες, μη ρεαλιστικές και μαξιμαλιστικές ελληνοκυπριακες/ελληνικές θέσεις, η συνέχιση της στάσης αποκλεισμού που αγνοεί τις δίκαιες πολιτικές της χώρας μας και της ‘ΤΔΒΚ’ και η αντιμετώπιση ως μη υφιστάμενων των δικαιωμάτων των Τουρκοκυπρίων, αποκαλύπτουν για άλλη μια φορά τη μεροληπτική και άδικη στάση της ΕΕ (σ.σ. που εκδηλώνεται) υπό το πρόσχημα της αλληλεγγύης. Με την ευκαιρία αυτή, θα θέλαμε να τονίσουμε ότι το σχήμα της διαδικασίας επίλυσης του Κυπριακού είναι τα δύο μέρη στο νησί, οι τρεις Εγγυητές και ο Οργανισμός των Ηνωμένων Εθνών και ότι ο ρόλος της ΕΕ στις προηγούμενες διαδικασίες δεν ξεπέρασε το καθεστώς του παρατηρητή με τη συναίνεση των μερών και ότι δεν έχει κανένα λόγο με οποιονδήποτε τρόπο. Θα πρέπει πλέον να γίνει αντιληπτό ότι οι δηλώσεις της ΕΕ για μια πιθανή λύση στην Κύπρο, οι οποίες συνίστανται στην άνευ όρων υπεράσπιση των ελληνοκυπριακών θέσεων, δεν έχουν ούτε αξία ούτε δεσμευτική ισχύ για την Τουρκία και την τουρκοκυπριακή πλευρά και μάλλον βλάπτουν παρά εξυπηρετούν τη διαδικασία επίλυσης».
Η Τουρκία κατηγορεί επίσης την ΕΕ ότι βρίσκεται στη λάθος πλευρά της Ιστορίας όσον αφορά στον πόλεμο Ισραήλ-Χαμάς, χαρακτηρίζει έπαινο τις επικρίσεις της ΕΕ εις βάρος της και τονίζει ότι οι οικουμενικές αξίες και οι ανθρωπιστικές αρχές θα πρέπει να ισχύουν και για τη Μέση Ανατολη: «Θεωρούμε έπαινο την κριτική στο κείμενο ότι η θέση της χώρας μας για τον πόλεμο Χαμάς-Ισραήλ είναι εντελώς ασυμβίβαστη με την ΕΕ. Αισθανόμαστε την ανάγκη να υπενθυμίσουμε στην ΕΕ, η οποία βρίσκεται στη λάθος πλευρά της Ιστορίας απέναντι σε μια σφαγή αμάχων που αναδύθηκε από το σκοτάδι του Μεσαίωνα στον 21ο αιώνα, ότι οι πολιτικές που βασίζονται στις οικουμενικές αξίες, το διεθνές δίκαιο και τις ανθρωπιστικές αρχές θα πρέπει να ισχύουν όχι μόνο για την Ουκρανία ή οποιαδήποτε άλλη περιοχή της Ευρώπης, αλλά για ολόκληρο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης της Μέσης Ανατολής».
Αναφορικά με τα πολιτικά κριτήρια και την ανεπάρκεια που διαπιστώνει η έκθεση στο να ανταποκριθεί η Τουρκία σε αυτά, η Άγκυρα σημειώνει: «Απορρίπτουμε πλήρως τους αβάσιμους ισχυρισμούς και τις άδικες επικρίσεις της έκθεσης, ιδίως στα κεφάλαια για τα πολιτικά κριτήρια καθώς και το δικαστικό σύστημα και τα θεμελιώδη δικαιώματα. Ενώ τα κεφάλαια 23 σχετικά με τη Δικαιοσύνη και τα Θεμελιώδη Δικαιώματα και 24 σχετικά με τη Δικαιοσύνη, την Ελευθερία και την Ασφάλεια δεν μπόρεσαν να ανοίξουν από το 2009 λόγω του πολιτικού εμποδίου ενός κράτους-μέλους παρά τις προσπάθειές μας, η διατύπωση άδικων ισχυρισμών κατά της χώρας μας για πολλά θέματα στον τομέα των θεμελιωδών δικαιωμάτων, τα οποία είναι αμφιλεγόμενα ακόμη και μεταξύ των κρατών-μελών, αποτελεί εκδήλωση της ανειλικρινούς προσέγγισης της ΕΕ με δύο μέτρα και δύο σταθμά».