Γράφει ο Ανδρέας Γ.Μπανούτσος, Ιδρυτής & Πρόεδρος Δ.Σ. ΚΕΔΙΣΑ (kedisa.gr)
Στο παρόν άρθρο γνώμης θα επιχειρήσω να αναλύσω τα σημαντικότερα σημεία της Συμφωνίας μεταξύ Ελλάδος και FYROM που υπεγράφη στις Πρέσπες στις 17 Ιουνίου 2018 και να καταδείξω γιατί η Συμφωνία αυτή πέρα από επιζήμια για τα εθνικά μας συμφέροντα περιφρονεί κατά τρόπο απαράδεκτο τα δημοκρατικά δικαιώματα του Ελληνικού λαού.
Στη συνέχεια θα αναφερθώ στους λόγους για τους οποίους ήταν λαθεμένη η διαπραγματευτική στρατηγική των Ελληνικών κυβερνήσεων από το 2007 μέχρι σήμερα και θα καταλήξω με την επισήμανση ότι η ΕΕ και το ΝΑΤΟ αδιαφόρησαν για τις ευαισθησίες του ελληνικού λαού στο ζήτημα της ονομασίας και προώθησαν μία fast track διαδικασία για την επίλυση της ονοματολογικής διαφοράς Ελλάδος-Σκοπίων πριν τη Σύνοδο κορυφής της ΕΕ (28-29 Ιουνίου 2018) και του ΝΑΤΟ (11-12 Ιουλίου 2018). Στόχος τους να ξεκινήσουν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις των Σκοπίων με την ΕΕ και η ένταξη τους στο ΝΑΤΟ πριν το τέλος του 2018. Για να το επιτύχουν αυτό δεν δίστασαν να δυσαρεστήσουν τον ελληνικό λαό, ο οποίος εδώ και δεκαετίες υποστηρίζει με συνέπεια την συμμετοχή της Ελλάδος στους ευρωατλαντικούς θεσμούς.
Το κείμενο της Συμφωνίας Ελλάδος-Σκοπίων που υπεγράφη από τις πολιτικές ηγεσίες των δύο χωρών αποτελείται από 20 συνολικά Άρθρα και είναι στη διάθεση των αναγνωστών αναρτημένο στο διαδίκτυο.
Στο Άρθρο 1 παράγραφος 3 και εδάφια α), β), γ) συμφωνήθηκε μεταξύ των δύο Μερών (α’ Μέρος η Ελλάδα και β’ Μέρος η FYROM) το επίσημο όνομα της FYROM εφεξής να είναι «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας», το οποίο θα αποτελεί και τη συνταγματική τους ονομασία και θα χρησιμοποιείται erga omnes, ενώ προβλέπει ότι η ιθαγένεια-εθνικότητα (nationality στο πρωτότυπο Αγγλικό κείμενο της Συμφωνίας) του β’ Μέρους θα είναι η «Μακεδονική/πολίτης της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας» και η επίσημη γλώσσα του β’ Μέρους θα είναι η «Μακεδονική γλώσσα» η οποία ανήκει στην ομάδα των Νότιων Σλαβικών γλωσσών (άρθρο 7 παράγραφος 4) όπως αναγνωρίσθηκε από την τρίτη Συνδιάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για την τυποποίηση των Γεωγραφικών Ονομάτων που διεξήχθη στην Αθήνα το 1977.
Καταρχήν εκτιμώ ότι θα μπορούσε να υπάρξει ένας καλύτερος συμβιβασμός αναφορικά με την ονομασία για τον απλούστατο λόγο ότι η ονομασία «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας» που συμφωνήθηκε ενέχει τον κίνδυνο να χρησιμοποιηθεί μελλοντικά ως όχημα αλυτρωτισμού εις βάρος της «Νοτίου Μακεδονίας», δηλαδή της γεωγραφικής περιοχής που βρίσκεται εντός της επικράτειας του Ελληνικού κράτους. Μία ιδανική λύση για την ελληνική πλευρά, η οποία θα είχε και ιστορική βάση θα ήταν η επιλογή του ονόματος «Δημοκρατία του Βαρδάρη». Η ονομασία αυτή έχει ιστορική βάση γιατί Βαρντάρσκα Μπανόβινα (Επαρχία του Βαρδάρη σε ελεύθερη μετάφραση) ονομαζόταν η γεωγραφική περιοχή του Βασιλείου της Γιουγκοσλαβίας (που σήμερα αποτελεί το κράτος των Σκοπίων) την περίοδο 1929-1941. Βέβαια δεδομένου ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις από το 2007 μέχρι σήμερα είχαν θέσει τον πήχη της διαπραγμάτευσης χαμηλά και μιλούσαν για υιοθέτηση σύνθετης ονομασίας με γεωγραφικό προσδιορισμό για το κράτος των Σκοπίων εκ των πραγμάτων θα ήταν δύσκολο να προταθεί μία τέτοια λύση και να γίνει αποδεκτή από τους Σκοπιανούς. Έστω όμως και μέσα στο πλαίσιο της στρατηγικής που έθεσαν οι ελληνικές κυβερνήσεις από το 2007 θα μπορούσε για παράδειγμα να επιλεγεί η ονομασία «Δημοκρατία της Μακεδονίας του Βαρδάρη» η οποία κατά τη γνώμη του γράφοντος θα ήταν λιγότερο προβληματική από το «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας» που τελικά επιλέχθηκε. Αναφορικά με την ιθαγένεια-εθνικότητα και την γλώσσα είναι προφανές ότι εκχωρήθηκαν από την Ελληνική πλευρά στα Σκόπια με αντάλλαγμα το erga omnes και έτσι από εδώ και στο εξής (εφόσον τελικά κυρωθεί από τα κοινοβούλια των δύο κρατών η Συμφωνία) και με την υπογραφή της Ελληνικής κυβέρνησης όλα τα κράτη μέλη του ΟΗΕ θα αναφέρονται σε «Μακεδονική» εθνότητα και γλώσσα.
Στο Άρθρο 1 παράγραφος 4 και εδάφια α), β), γ), δ), ε) και ζ) προβλέπονται τα ακριβή βήματα που θα πρέπει να γίνουν προκειμένου να κυρωθεί η Συμφωνία από τις δύο χώρες. Αυτό που αξίζει να σημειωθεί είναι ότι προβλέπει το β’ Μέρος να διεξάγει δημοψήφισμα εφόσον το επιθυμεί ενώ για το α’ Μέρος (δηλαδή για την Ελλάδα) προβλέπει ότι θα πρέπει να κυρώσει χωρίς καθυστέρηση τη Συμφωνία αμέσως μετά την ολοκλήρωση των συνταγματικών τροποποιήσεων από το β’ Μέρος. Δηλαδή η Συμφωνία στερεί επί της ουσίας από τον Ελληνικό λαό το δικαίωμα μέσω δημοψηφίσματος να αποφανθεί για το εάν συμφωνεί ή διαφωνεί με την Συμφωνία ενώ στον Σκοπιανό λαό παρέχεται αυτό το δικαίωμα!!!
Το Άρθρο 2 παράγραφος 1 της Συμφωνίας περιγράφει ότι η Ελλάδα συμφωνεί να μην αντιταχθεί στην υποψηφιότητα ή την ένταξη της FYROM υπό το όνομα «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας» σε διεθνείς, πολυμερείς και περιφερειακούς οργανισμούς και θεσμούς, ενώ η παράγραφος 4 του ιδίου Άρθρου περιγράφει τη διαδικασία ενσωμάτωσης της FYROM υπό τη νέα της ονομασία στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Με την εφαρμογή του Αρθρου 2 παράγραφος 4 ουσιαστικά ακυρώνεται στην πράξη το κεκτημένο του Βουκουρεστίου που πέτυχε η κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή το 2008 στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ το οποίο προέβλεπε πρώτα την κύρωση της Συμφωνίας για την επίλυση της ονοματολογικής διαφοράς από τα δύο Μέρη και μετά την πρόσκληση για ένταξη της FYROM υπό την νέα (κοινά αποδεκτή) ονομασία της στο ΝΑΤΟ. Η παρούσα Συμφωνία προβλέπει έναρξη των ενταξιακών στην ΕΕ διαπραγματεύσεων και πρόσκληση ένταξης στο ΝΑΤΟ αμέσως μετά τη γνωστοποίηση της κύρωσης της συμφωνίας από το Κοινοβούλιο της FYROM υπό την αίρεση ότι αργότερα και μέχρι το τέλος του 2018 θα έχει προβεί η FYROM σε αλλαγή του συντάγματος της.
Το Άρθρο 4 της Συμφωνίας είναι επίσης προβληματικό μιας και ουσιαστικά εξισώνει «θύτη» και «θύμα» με την έννοια ότι ζητάει και από την Ελληνική πλευρά απάλειψη από το Σύνταγμά της ανύπαρκτων αλυτρωτικών αναφορών. Είναι περιττό να ειπωθεί ότι το άρθρο αυτό είναι απαράδεκτο και δημιουργεί κακό προηγούμενο καθώς η Ελληνική κυβέρνηση αποδέχεται επί της ουσίας ότι η Ελλάδα είναι ένα αναθεωρητικό κράτος που έχει αλυτρωτικές βλέψεις εις βάρος των γειτόνων της.
Το Άρθρο 6 παράγραφος 2 της συμφωνίας προβλέπει ότι έκαστο μέρος «θα λάβει αποτελεσματικά μέτρα για να αποθαρρύνει και να αποτρέπει την εκδήλωση πράξεων από ιδιωτικούς φορείς που πιθανόν υποδαυλίζουν την βία, το μίσος ή την εχθρότητα εναντίον του άλλου μέρους». Δηλαδή η Συμφωνία προβλέπει να υπάρχει λογοκρισία και καταστολή από τα κρατικά όργανα των δύο Μερών σε περίπτωση που ακόμα και ιδιωτικοί φορείς διατυπώνουν απόψεις όπως π.χ. «Η Μακεδονία είναι μία και Ελληνική» (το παράδειγμα το έδωσε ο πρώην υπουργός Παιδείας κ.Νίκος Φίλης σε τηλεοπτική εκπομπή). Η διάταξη αυτή καταπατάει βάναυσα το ανθρώπινο δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης και είναι εξόχως προβληματική.
Το Άρθρο 8 παράγραφος 5 της Συμφωνίας προβλέπει τη σύσταση κοινής Διεπιστημονικής Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων σε ιστορικά, αρχαιολογικά και εκπαιδευτικά θέματα για να εξετάσει την αντικειμενική, επιστημονική ερμηνεία των γεγονότων…Η Επιτροπή θα εξετάσει και, εφόσον θεωρήσει κατάλληλο, θα αναθεωρήσει οιαδήποτε σχολικά εγχειρίδια και βοηθητικό σχολικό υλικό όπως χάρτες, ιστορικούς άτλαντες, οδηγούς διδασκαλίας που χρησιμοποιούνται σε έκαστο από τα Μέρη. Με άλλα λόγια η εν λόγω διάταξη όπως και εκείνη περί αλυτρωτικών αναφορών στο Σύνταγμα και των δύο Μερών εξισώνει τον «θύτη» με το «θύμα» και ουσιαστικά θα υποχρεώσει σε αναθεώρηση και των Ελληνικών σχολικών βιβλίων.
Συμπερασματικά το κείμενο της Συμφωνίας συνολικά και κατά περίπτωση όπως αναλύθηκε παραπάνω είναι εξόχως προβληματικό και επιζήμιο για τα εθνικά μας συμφέροντα και υπογράφτηκε για να εξυπηρετηθούν πρωτίστως τα συμφέροντα των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ και Γερμανίας-ΕΕ χωρίς να ληφθούν υπόψη οι εθνικές ευαισθησίες των Ελλήνων οι οποίοι απορρίπτουν με μεγάλη πλειοψηφία την χρήση του όρου «Μακεδονία» από το γειτονικό κράτος. Οι Ελληνικές κυβερνήσεις από το 2007 μέχρι σήμερα έχουν μεγάλες ευθύνες γιατί αντί να θέσουν τον πήχη της διαπραγμάτευσης ψηλά προκειμένου να μεγιστοποιήσουν τα οφέλη από την επικείμενη διαπραγμάτευση επέλεξαν να εγκλωβιστούν στην επιδίωξη μίας λύσης με σύνθετη ονομασία (που θα περιείχε επομένως και τον όρο Μακεδονία) με γεωγραφικό προσδιορισμό η οποία και ήρθε τελικά και ήταν πολύ δύσκολο να μην γίνει αποδεκτή από την πλευρά μας. Ευθύνες όμως έχουν και οι εταίροι μας στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ οι οποίοι προκειμένου να εξυπηρετήσουν τις γεωπολιτικές τους επιδιώξεις αδιαφόρησαν για τις εθνικές ευαισθησίες του Ελληνικού λαού και προώθησαν μία κακή για τα ελληνικά συμφέροντα λύση μόνο και μόνο για να ενσωματωθούν τα Σκόπια στους ευρωατλαντικούς θεσμούς με διαδικασία εξπρές. Η Ελλάδα είναι εδώ και δεκαετίες πιστή σύμμαχος της Δύσης και ουδείς εντός Ελλάδος με την εξαίρεση του ΚΚΕ και της Χρυσής Αυγής δεν αμφισβητεί την ωφέλεια από την συμμετοχή και παραμονή της χώρας μας στους ευρωατλαντικούς θεσμούς. Δεδομένου λοιπόν ότι οι εταίροι και σύμμαχοί μας στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ επιθυμούσαν για τους δικούς τους εύλογους γεωπολιτικούς λόγους (ανάσχεση της επιρροής της Ρωσίας και της Κίνας στα Βαλκάνια) να επιλυθεί άμεσα η ονοματολογική διαφορά Ελλάδος-Σκοπίων προκειμένου να ανοίξει ο δρόμος της τελευταίας για ένταξη στους ευρωατλαντικούς θεσμούς, θα έπρεπε υποστηρίζοντας έναν παραδοσιακά πιστό τους σύμμαχο όπως η Ελλάδα και σεβόμενοι την εθνική ευαισθησία του Ελληνικού λαού να ασκήσουν το maximum των πιέσεων και της επιρροής τους στη γείτονα ώστε να εγκαταλείψει τη χρήση του όρου «Μακεδονία» από την ονομασία του κράτους της και να υιοθετήσει την ονομασία «Δημοκρατία του Βαρδάρη». Αν αυτό ακούγεται μαξιμαλιστικό τουλάχιστον θα έπρεπε να επιβάλλουν μία λύση στην οποία να μην υπήρχαν οι όροι «Μακεδονική» εθνότητα και γλώσσα. Δυστυχώς αντ’ αυτού οι σύμμαχοι και εταίροι μας προτίμησαν να τηρήσουν ίσες αποστάσεις από τα δύο Μέρη με αποτέλεσμα να οδηγηθούμε σε αυτή την επιζήμια για τα εθνικά μας συμφέροντα Συμφωνία.