«Θεού θέλοντος και καιρού επιτρέποντος» ότι ήταν να συμβεί στην εντός και πέριξ της Κουμουνδούρου πολιτική περιοχή, συνέβη και μάλιστα έλαβε και διαστάσεις σαπουνόπερας με τον γίγαντα της πολιτικής σκέψης Αντώναρο να θυμίζει μονομάχο στην αρένα με κεφαλοκλείδωμα στον μπράβο που φύλαγε την πόρτα, τον Κασσελάκη να κλαίει από μικροφώνου «για την άτιμη την μειοψηφία που τον διώχνει», την Ραλλία να βουρκώνει ενθυμούμενη τις «εξυπηρετήσεις» που έκανε σε συντρόφους της και την Τζάκρη «να σιέται και να κουνιέται» άδουσα το λαϊκό (και θυμόσοφο) άσμα «μού ‘φαγες όλα τα δαχτυλίδια, μ΄έχεις και κοιμάμαι, κοιμάμαι στα σανίδιαααααα!!!».
Γράφει ο Χρήστος Υφαντής
Ο Κασσελάκης αποσύρεται στον Ταύρο, οργανώνεται σε ένα νέο πολιτικό σχηματισμό και «αποψιλώνει με τη μέθοδο της σταγόνας» την άλλοτε κραταιή κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, στην Κουμουνδούρου «μια ποντικομαμή, μια αναδομημένη υαλουρονικά γραία, ένας άχρωμος, άοσμος και άγευστος, ένας βαψομαλλιάς κι ένας μπρουτάλ Κρητίκαρος» μετριώνται και ο λογαριασμός δεν βγαίνει και στο ευρύτερο πολιτικό σκηνικό «μια νέα διάταξη πολιτικών και κοινοβουλευτικών δυνάμεων κλέβει την παράσταση».
Το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ έρχεται με φόρα να αναλάβει τον ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης, καθώς η πολιτική (όπως και η φύση) απεχθάνεται το κενό και θα το καλύψει με μια διαδικασία κοινοβουλευτικά ορθή για την Βουλή, αλλά πολιτικά εξαιρετικά δυσκοίλια για την Χαριλάου Τρικούπη, καθώς «άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας».
Το ερώτημα είναι απλό και σαφές: η ηγετική ομάδα του ΠΑΣΟΚ είναι σε θέση (πολιτικά εννοείται) να ανταποκριθεί στα διευρυμένα καθήκοντα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, δηλαδή επιθυμεί σοβαρά τον ρόλο του πρώτου τη τάξη θεσμικού συνομιλητή της κυβέρνησης, στην ουσία αυτή η τεχνητή αναβάθμιση υπηρετεί το πολιτικό σχέδιο της Χαριλάου Τρικούπη ή, το αντίθετο, είναι μια κοινοβουλευτικά εύπεπτη και πολιτικά επικίνδυνη παγίδα που το ΠΑΣΟΚ την βλέπει, αλλά δεν μπορεί να την αποφύγει, οπότε χρειάζεται από νωρίς να οργανώσει την αντίδραση του, όπως αυτό νομίζει πως είναι ορθό;
Ο λόγος, βεβαίως, για την ηγετική ομάδα του κόμματος υπό τον κ. Ανδρουλάκη και για τις πραγματικές τους δυνατότητες να παίξουν θεσμικά σε ένα «γήπεδο», όπου τις πολιτικές πρωτοβουλίες τις έχει η κυβέρνηση, η κοινοβουλευτική στάση «όχι σε όλα» είναι δίκοπο μαχαίρι, οι ισορροπίες μεταξύ της περιβόητης «δομικής αντιπολίτευσης» και της αναγκαίας επικοινωνιακής κορώνας είναι λεπτές και οι προσωπικότητες (με ό,τι κουβαλάνε ως παρακαταθήκες στην διαδρομή τους) παίζουν μεγάλο, αν και αφανή συνήθως, ρόλο.
Δεν είναι καθόλου βέβαιο πως «οι πράσινοι» είναι σε θέση να υπηρετήσουν (ή ακόμη και να έχουν στη διάθεση τους) ένα σχέδιο που θα ανταποκρίνεται στις εξαιρετικά αυξημένες ανάγκες του «πολιτειακού θεσμού» (αυτό είναι μεταξύ άλλων η αξιωματική αντιπολίτευση και ο πρόεδρος της), τις ευθύνες του οποίου θα αναλάβουν οσονούπω.
Οι γενικές απορίες αν πολιτικά τους βολεύει και κοινοβουλευτικά το αντέχουν, αν οι κεντρικές προσωπικότητες που θα το υπηρετήσουν εντός Βουλής είναι επαρκείς (πολιτικά, επικοινωνιακά και ως ψυχοσυνθέσεις), αν προγραμματικά μπορούν να ανταγωνιστούν τις κυβερνητικές πρωτοβουλίες, αν η ικανότητα τους να συνδυάζουν την γενικευμένη άρνηση με την ανάλογη θετική πρόταση λειτουργεί παραμένουν και αυξάνονται απέναντι σε έναν Μητσοτάκη αποφασισμένο να τους ξετινάξει στις μεταρρυθμίσεις και σε ένα γενικό πολιτικό σκηνικό σε διαρκή ρευστοποίηση, όπου κανείς δεν γνωρίζει τι ξημερώνει.
Το ΠΑΣΟΚ έχει να λύσει ένα εγγενές πρόβλημα: η κοινοβουλευτική, πολιτική και προσωπική επάρκεια του προέδρου του να παίξει τον ρόλο που ο Μητσοτάκης έπαιζε για μια τριετία τόσο αξιοζήλευτα απέναντι στον Τσίπρα είναι προς απάντηση, στην ουσία είναι εξαιρετικά ελλειμματικές και απειλούν ευθέως να καταστήσουν αποκρουστικό στην κοινή γνώμη το ίδιο το κόμμα του με επιλογές τόσο παλαιολιθικές και τόσο ανιστόρητες, που θα το οδηγήσουν να αντιμετωπίσει και το ίδιο κίνδυνο πολιτικής ρευστοποίησης.
Πρόκειται για μια αντίφαση που έχει επισημανθεί πολλάκις, παράγει ήδη αποτελέσματα καθόλου κολακευτικά για την Χαριλάου Τρικούπη, δημιουργεί μια απωθητική εικόνα για την ικανότητα προσαρμογής του κόμματος στις νέες συνθήκες, υπονομεύει τις κυβερνητικές προοπτικές του ΠΑΣΟΚ, διευκολύνει σημαντικά τον Μητσοτάκη να μεταφέρει το παιχνίδι στο γήπεδο που τον βολεύει (στη Βουλή) και οδηγεί συγκριτικά το κόμμα να λειτουργεί με όρους της δεκαετίας του εβδομήντα και του ογδόντα εν έτει 2024.
Η γενική εκτίμηση «δεν μπορεί το παλληκάρι» που ακολουθεί, προς το παρόν, τον κ. Ανδρουλάκη διανθισμένη με έντονα προσωπικά στοιχεία που τονίζουν την αδυναμία του και αποκαλύπτουν την πολιτική υστέρηση του απέναντι στον πρωθυπουργό θα τείνει αυξανόμενη και θα ενισχύει, αντικειμενικά, την δημόσια εικόνα του Μητσοτάκη ως της μοναδικής κυβερνητικής λύσης στην οποία η πλειοψηφία προσβλέπει (ανεξάρτητα από τις συγκυριακές αντιδράσεις τους).
Προλαβαίνει το ΠΑΣΟΚ να θεραπεύσει αυτές τις δομικές υστερήσεις του και να σταθεί με επάρκεια απέναντι στην πολιτική λαίλαπα Μητσοτάκη; Προγραμματικά (λόγω Άννας Διαμαντοπούλου) ίσως. Πολιτικά και επικοινωνιακά όχι, λόγω της εγγενούς αδυναμίας του κ. Ανδρουλάκη να υποδυθεί με επιτυχία τον ρόλο του αντίπαλου δέους του πρωθυπουργού με την εξαιρετικά μονοδιάστατη και αντικειμενικά ανεπαρκή δημόσια παρουσία του όλο το προηγηθέν διάστημα.
Αλλαγές δραματικές στην πασοκική ικανότητα να κινηθεί ως αξιωματική αντιπολίτευση και να αποκομίσει πολικά κέρδη σύντομα δεν αναμένονται, το αντίθετο, ίσως υπάρξουν απώλειες που θα προκύπτουν από την κεντρική σύγκριση Ανδρουλάκη-Μητσοτάκη.
Κάποια στιγμή στο μέλλον, μετά από αρκετό φροντιστήριο και πολλές αλλαγές (και χαρακτήρα ακόμη) ίσως προκύψουν.