Γ.Σουρή (1886)
Δέκα χρόνια πριν τους πρώτους Ολυμπιακούς αγώνες, το 1886, οι Bούλγαροι, με την συναίνεση της Τουρκίας και των Μεγ. Δυνάμεων της Ευρώπης, προσήρτησαν πραξικοπηματικά την Ανατ. Ρωμυλία, παραβιάζοντας το status quo των Βαλκανίων.
Ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδος Δεληγιάννης κήρυξε επιστράτευση και η Ελλάδα ετοιμάστηκε για πόλεμο. Όμως, οι Μεγ. Δυνάμεις αντέδρασαν και έστειλαν στόλους που απέκλεισαν όλα τα λιμάνια της Ελλάδος. Η Πατρίδα μας υποχρεώθηκε σε αποστράτευση.
Τον Μάιο του 1886 ο Γ. Σουρής έγραψε το παρακάτω ποίημα.
Απόστασε το χέρι μου από το να μουντζώνω
και σάλιο δεν μου έμεινε από το φτύσε φτύσε,
αλλ’ έως τώρα τίποτε μ’ αυτά δεν κατορθώνω,
και συ, Ευρώπη, μας γελάς και πάντα ίδια είσαι.
Και απορώ, μα το σταυρό, πως ως αυτή την ώρα
και άλλα δεν μας έστειλες εδώ θωρακοφόρα.
Προθύμως σας εκάμαμεν εκείνο που ζητείτε,
και αν δεν μας πιστεύετε, κοπιάσετε να ιδήτε
ποία ειρήνη κατ’ αυτάς στο κράτος βασιλεύει
και πως καθένας ήσυχα γλεντά και χουζουρεύει.
Ήλθε το άντε στάτους κβο με τόσας αναπαύσεις
και άρχισαν να γίνωνται διορισμοί και παύσεις.
Λοιπόν τι άλλο από μας, Ευρώπη, απαιτείς,
κι’ ακόμη από το λαιμό πιασμένους μας κρατείς;
Θέλεις λοιπόν να ζήσωμε χωρίς πολιτικήν
και ως στρατόν να έχωμε την χωροφυλακήν,
κι’ ουδέ ο ρήτωρ Κωνσταντής ν’ ακούεται παρλάρων
διά το πραξικόπημα εκείνο των Βουλγάρων;
Εσύ, βρε καγκελλάριε των σαχλο-Γερμανών,
συ εναντίον μας κινείς και γην και ουρανόν,
εσύ, διαόλου αλεπού, που ψόφος δεν σε πιάνει,
εσύ, κρατείς κατάκλειστο το κάθε μας λιμάνι,
και όλα τα καράβια σου εις τα νερά μας στέλλεις,
διότι έτσι αγαπάς, διότι έτσι θέλεις.
Εσύ, βρε καγκελλάριε, εσύ, βρε Μαμελούκε,
εσύ, πανευγενέστατε της Δύσεως τραμπούκε,
παίζεις και πάλι πρόστυχο και βρωμερό παιχνίδι,
και του κυρίου Γλάδστωνος του πάει ραπιτίδι,
κι’ αισθάνεται το βάρος σου ο σβέρκος κάθε ράχης…
αλλ’ έτσι Δίκης οφθαλμός, που κακό ψόφο νάχης.