«Ας προτιμάμε Ελπινίκη ένα από τα έδρανα του Ζαππείου»
«Την Κυριακήν είθισται να διασκεδάζη ο κόσμος. Προτιμώνται –ως είθισται επίσης- αι εξοχαί.
Ο κύριος Πατερφαμίλιας, ως οικογενειάρχης συνετός, ως θα εικάση τις και εκ του ονόματός του, αρέσκεται εις τέρψεις τοιαύτας. Είναι το έτερον ήμισυ μίας συζύγου, μίας δε και μόνης, πράγμα λίαν σπάνιον την εποχήν αυτήν. Πατήρ δύο τέκνων και αφέντης μιας υπηρετρίας.
Τα εισοδήματά του είναι σταθερά. Καθηγητής λαμβάνων από το κράτος και εξ ιδιαιτέρων παραδόσεων δραχμάς πεντακοσίας περίπου τον μήνα.
Έχει τοκίσει προς 7 τοις % εις πρώτην υποθήκην την προίκα της συζύγου του ανερχομένην εις 40 χιλιάδας μετρητά, θρίαμβον συνοικεσιακής επιτυχίας, όταν προ δωδεκαετίας απεφάσισε να γνωρίση και τετάρτην συζυγίαν πλην των τριών της γραμματικής. Ώστε τα εισοδήματά του υπερβαίνουσι τώρα σταθερώς τας 750 δραχμάς μηνιαίως.
Άνθρωπος των έξεων και του ρυθμισμένου βίου, δεν δύναται να στερηθή μιας εκδρομής ανά Κυριακήν. Αρχίζει δε η τέρψις της οικογενείας από του απογεύματος του Σαββάτου.
Την εσπέραν εκείνην φθάνει μάλιστα μέχρι του σημείου της πολυτελείας να καθαρίζη και τους όνυχάς του. Έχει φροντίσει από ενωρίς να αγοράση δύο εισιτήρια θεάτρου. Είναι αληθές ότι αύξησαν εις εξ δραχμάς τα καθίσματα, αλλ’ εφ’ όσον δεν ηλαττώθησαν και αι επιθυμίαι της ψυχής και αι αξιώσεις της διανοίας, η θυσία πρέπει να γίνη.
Επειδή δε και ο στόμαχος έχει και αυτός της έξεως τους πόθους, είναι αδύνατος η διαφυγή άλλης μίας και ημισείας δραχμής, δια την απόλαυσιν ημίσεως παγωτού δι’ εκάτερον των μελών του καλού τούτου ζεύγους. Όταν επανέρχονται εις την οικίαν και σημειούνται αι δαπάναι των εκτάκτων εξόδων, παρατηρεί τις, ότι η εσπέρα του Σαββάτου απήτησε δαπάνη δραχμών 13 και 50.
Η επιούσα Κυριακή ήτο ημέρα πανηγύρεως ως τον παλαιόν καλόν καιρόν δια την οικογένειαν. Η υπηρέτρια προεξοφλούσα την απογευματινήν έξοδο αφηρέθη επί τοσούτον, ώστε διέφυγε των χειρών της εν ποτήριον. Κατά το γεύμα, έγινε μακρά συζήτησις περί του μέρους το οποίον θα εξελέγετο. Το πρόβλημα δεν ήτο εύλητον… Ετέθησαν όλαι αι πιθανότητες και τα ενδεχόμενα.
Και απέληξαν να δεχθώσι την γνώμην των δύο τέκνων, τα οποία είχε πείσει από πρωίας η υπηρέτρια, ότι δεν υπάρχει θελκτικώτερον μέρος από μίαν ακτήν του Παλαιού Φαλήρου.
-Εγώ λέγω, να πάρωμεν τους βραδυνούς κεφτέδες μας μαζύ… ετόλμησε να προσθέση η οικοδέσποινα.
-Διατί όχι… άρτον και εδώδιμα θα εύρωμεν εις τι των παραλιακών εστιατορίων.
-Θέλετε κυρία να σας φτειάσω και μια ταραμοσαλάτα;
-Ναι, ναι μαμά να κάνη…
-Τι ήθελες καϋμένη Μάρω να το θυμηθείς… Τώρα βέβαια να την κάμης…
Και η οικογένεια, μετά αγωνιώδη μεσημβρινόν ύπνον, υπό θερμοκρασίαν Ιουλιανής ημέρας, ήτο έτοιμη προς έξοδον από της 4ης απογευματινής.
Από του άκρου της οδού Αχαρνών, ένθα έμενον, μέχρι της οδού Πατησίων η απόστασις ήτο μικρά, η δε σκιά ανακουφιστική εις το πεζοδρόμιον των νέων υψηλών οικιών εις τας στενάς εγκαρσίας οδούς, τας οποίας εδημιούργησεν η αυτόβουλος των περιοίκων ρύθμισις του σχεδίου προς το μέρος εκείνο της πόλεως. Και υπήρχε πλέον και του τραμ η αξιοθαύμαστος και φιλάνθρωπος επίνοια να διατρέχη εν συνεχεία τα 18 χιλιόμετρα από Αλυσίδας (σ.σ. τέρμα Πατησίων) μέχρι Φαλήρου.
-Νομίζεις ότι είναι Ευρώπη, με αυτήν την μεταρρύθμισιν…
-Δεν συνεπλήρωσα αυτόθι τας σπουδάς μου, Ελπινίκη, αλλά φρονώ ότι θα υπάρχει μικρά τις διαφορά…
-Το τραμ… το τραμ… μπαμπά, τρέξε μαμά…
Η οικογένεια επεβιβάσθη
-Τα εισιτήριά σας κύριοι…
-Πέντε Φαλήρου…
-Θα πάρετε έως την Ομόνοιαν και απ’ εκεί θα πάρετε νέα… πέντε Ομόνοια… Μία και είκοσι πέντε…
-Και δραχμάς δύο μέχρι Φαλήρου εσκέφθη ο οικογενειάρχης, εν όλω δραχμάς 3 και 25, τουτέστι… δια ναύλους θέλομεν μετ’ επιστροφής δραχμάς έξ και ημίσειαν.
Ήρχισε δ’ αμέσως να προσθέτει νοερώς τας εσπερινάς δαπάνας και εύρεν ότι τα ποσά έδιδον 13 και 50 και 6 και 50 ίσον 20. Το όλον δραχμάς είκοσιν.
Το ταξείδιον υπήρξε σχετικώς άνετον. Εάν εξαιρέση τις την καθυστέρησιν μιας ώρας εκ διακοπής του ρεύματος και ημίσειας ώρας λόγω των εκφευγόντων τρολέδων, κατά τα λοιπά το τραίνον υπήρξεν εντός του δρομολογίου του, διότι μόνον εντός ώρας διέτρεξε το διάστημα.
-Τι ωραία μπαμπά, είπεν ο έτερος των μικρών. Με εξήντα πέντε λεπτά ο άνθρωπος ταξιδεύει δυόμιση ώρας…
Ο πατήρ εμειδίασε δια την παιδικήν αφέλειαν, ενώ εσυλλογίζετο συγχρόνως: “Δέκα τρεις και πεντήκοντα και εξ και πεντήκοντα μας δίδουν εξαγόμενον δραχμάς είκοσιν”.
Εχρύσιζεν ήδη το στεφάνωμα της Πειραϊκής Χερσονήσου και ενεδύετο την ιόχρουν περιβολήν του ο γυμνός Υμηττός. Η οικογένεια έβαινε κατά παραγωγήν επί της παραλιακής οδού ενώ, από καιρού εις καιρόν, ίσταντο ν’ ανεύρωσιν αλλήλους, διότι αυτοκίνητα μαινομένης ταχύτητος ήγειρον νεφέλας κονιορτού, συγκαλύπτουσας δικαίους και αδίκους.
-Εδώ νομίζω ότι είναι ωραία… είπεν η κυρία δεικνύουσα υπόστεγα τινά και τραπέζας παρά την ακτήν.
Υποχρεωτικώτατος καταστηματάρχης έδιδε διαταγάς εις ομάδα βαρυθύμων υπηρετών. Μια τράπεζα επεστρώθη. Τέσσαρες παροψίδες ετοποθετήθησαν, ενώ η Μάρω καθήσασα δύο βήματα μακράν προσητένιζε τον ατέρμονα ωκεανόν, όστις οδηγεί προς μέρη διάφορα και εις θελκτικήν Τήνον, όπου την ώραν εκείνην οι γονείς της, οι μικροί της αδελφοί, οι τόσον συμπαθείς, θα εσκέπτοντο ίσως και δι’ αυτήν.
-Τι θα πάρετε;
-Εφέραμε, ξέρετε, το φαγί από το σπίτι, είπεν η κυρία… (σ.σ. κάτι πολύ συνηθισμένο εκείνες τις εποχές ιδιαίτερα βέβαια στην αστική τάξη και τον απλό λαό)
-Α όπως θέλετε… Καμμιάν σαλάταν;
-Ναι. Μίαν τοματοσαλάταν…
-Κρασί;
-Ρετσινάτον… Και εάν έχετε σύκα ως φρούτον.
Η Μάρω ελάμβανε το μερίδιόν της και πρέπει να ομολογηθή ότι υπήρξεν εξαιρέτως θελκτική και απολαυστική η εσπέρα εκείνη.
-Είναι δεκάτη… παρετήρησεν ο πατήρ. Πρέπει να σπεύσωμεν δια την εύρεσιν θέσεων εν τη αμαξοστοιχία.
-Τον λογαριασμόν παρακαλώ.
-Δέκα επτά και δέκα.
-Πως;
-Ε…
-Τι λες καλέ;
-Λογαριάστε τα και μόνοι σας. Δια κάθισμα και υπηρεσίαν από δραχμάς δύο το άτομον, δραχμαί οκτώ, σαλάτα 3.80, ψωμί 1.60. Σύκα 2.30, κρασί 1 και καφές 40 λεπτά το όλον 17,10.
Το υπόλοιπον μέχρι συμπληρώσεως των δέκα οκτώ δραχμών, αφέθη ως πουρμπουάρ και η οικογένεια απήλθεν. Είναι όλως περιττόν να σας περιγράψω τι απαιτείται δια να εύρη τις θέσιν εις τραμ, όταν δεν είναι σχοινοβάτης, απόφοιτος της ιππευτικής σχολής και αγωνιστής πηδημάτων καθ’ ύψος. Δεν έχω και την ποιητικήν έμπνευσιν ενός Ομήρου δια την αναπαράστασιν των ηρωικών συγκρούσεων.
Αλλά τι πάντα ταύτα ενώπιον του λογαριασμού. Ο αγαθός εκείνος ανήρ εσκέπτετο.
-Είκοσι χθες και δέκα οκτώ σήμερον, δραχμαί τριάκοντα οκτώ. Δια τας τέσσερας Κυριακάς και τας εσπέρας των τεσσάρων Σαββάτων θέλω δραχμάς εκατόν τεσσαράκοντα οκτώ…
Όταν την πρώτην ώραν της αυγής ήνοιγεν την εξώθυραν της οικίας του, υπολόγιζεν ακόμη και εύρεν ότι χάρις εις το ενοικιοστάσιον, αντί των 150 δραχμών του παρελθόντος θα πληρώνη 220 και ότι αν εξηκολούθει τας οικογενειακάς τέρψεις θα ήθελε μόνον δι’ αυτά τα δύο κονδύλια δραχμάς 370 μηνιαίως.
-Αχ πως εκουράστηκα… Δεν είναι πλέον να πηγαίνη κανείς την Κυριακήν εις εκδρομάς.
-Αυτό σκέπτομαι, Ελπινίκη. Να προτιμώμεν εν από τα έδρανα του Ζαππείου».
(“Αθήναι”, Αύγουστος 1919, υπογράφει ο “Χ”)
Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος)