Από τότε που ξεκίνησε ο πόλεμος της Ανεξαρτησίας, αυτή η σχέση χρέους κατέδειξε ότι τελικά ο ισχυρός δεν διστάζει να εκμεταλλεύεται με κάθε τρόπο την αδυναμία του αδυνάτου και να αγνοεί κάθε αίσθηση ηθικής απέναντι σε αυτόν.
Παίζοντας εκ του ασφαλούς, καταφέρνει να επιβάλλει τους όρους του και να αποκομίζει τεράστια κέρδη, ενδεδυμένος τις περισσότερες φορές το μανδύα του ευεργέτη και του προστάτη.
Αν γυρίσουμε πίσω στο παρελθόν, θα ανακαλύψουμε ότι οι σημερινές περιπέτειες της χώρας δεν είναι πρωτόγνωρες. Αυτό όμως που είναι πραγματικά εντυπωσιακό, εστιάζεται στις πρακτικές που ακολουθούν οι δανειστές. Τα «κόλπα» με τις προμήθειες, η κερδοσκοπία με τα «ξεχασμένα» ομόλογα και η παρακράτηση από τα νέα δάνεια των τοκοχρεωλυσίων των παλαιότερων δανείων, είναι πρακτικές που ακολούθησαν με ζήλο, υπομονή και επιμονή και οι πρόγονοι των σημερινών δανειστών.
Τρείς ιστορίες από το παρελθόν δείχνουν, ότι οι σημερινοί δανειστές δεν είναι ούτε καν πρωτότυποι. Δείχνουν επίσης ότι ακόμα και ο σκληρός Σόιμπλε δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να ακολουθήσει τους εκβιασμούς του Βίσμαρκ σχεδόν 135 χρόνια πρίν.
1η ιστορία:
Με τη συνθήκη του Λονδίνου το 1832, η Ελλάδα πήρε ένα δάνειο 60 εκατ. φράγκων και τον … Όθωνα. Οι δανειστές εξασφάλισαν τα χρήματά τους, καθώς ο Όθωνας συμφώνησε ότι από τα δημόσια ταμεία θα έβγαιναν πρώτα τα χρήματα για τις αποπληρωμές των χρεολυσίων και μετά θα πληρώνονταν κάθε άλλη δημόσια δαπάνη, μηδέ των μισθών εξαιρουμένων.
Αλλά ακολουθώντας τις γνωστές από τα δάνεια του πολέμου της Ανεξαρτησίας πρακτικές, αφαίρεσαν από το ποσό των 60 εκατ., περίπου 33 εκατ. και έτσι στην Ελλάδα έφτασαν μόνον τα 27 εκατ. Με αυτά τα 33 εκατ. πληρώθηκαν 2 εκατ. από προηγούμενες οφειλές, προμήθειες, ενώ δόθηκαν και περί τα 11 εκατ. στον Σουλτάνο, για την αγορά της Φθιώτιδας, της Φωκίδας και της Εύβοιας, που ήταν ήδη ελεύθερες περιοχές. Στους όρους του δανείου προβλέπονταν επίσης να πληρωθούν τα έξοδα της Αντιβασιλείας και οι μισθοί των βαυαρών μισθοφόρων της. Έτσι στο τέλος, το ζεστό χρήμα που μπήκε στα δημόσια ταμεία ήταν 2,7 εκατ. φράγκα!
2η ιστορία:
Το 1879, μετά από έναν πολυετή αποκλεισμό από τις διεθνείς αγορές, συνήφθη ένα νέο δάνειο. Για να γίνει εφικτή η υπογραφή του, η Ελλάδα ήρθε σε συμβιβασμό με τους δανειστές της, παλαιούς και νέους. Τότε ήταν που ο γερμανός καγκελάριος Βίσμαρκ, απείλησε να μπλοκάρει τη συνθήκη προσάρτησης της Θεσσαλίας αν δεν εξοφλούνταν άμεσα οι Βαυαροί κάτοχοι ομολόγων. Με το συμβιβασμό αυτό, η Ελλάδα ανέλαβε να εξοφλεί τους «θεσμικούς επενδυτές» του 1832 και τους ιδιώτες ομολογιούχους των δανείων της ανεξαρτησίας.
Αρκετοί από αυτούς είχαν αγοράσει από την ελεύθερη αγορά ομόλογα ονομαστικής αξίας 100 δρχ. μέχρι και 5 δρχ. Γενικά, όσοι επένδυσαν στη μακρά διάρκεια και αγόρασαν στη δευτερογενή αγορά τα χρεόγραφα, ιδίως την περίοδο 1827-1847, προφανώς σε εξευτελιστικές τιμές, είδαν (όχι οι ίδιοι αλλά οι κληρονόμοι τους), το κεφάλαιό τους έως και να εξαπλασιάζεται, μετά το συμβιβασμό του 1878-1879. Και τούτο διότι, ως το 1930 –δηλαδή πάνω από έναν αιώνα μετά τη σύναψη του πρώτου δανείου- ο συμβιβασμός υποχρέωνε το ελληνικό κράτος να καταβάλει αδιαλείπτως στους ομολογιούχους 2,5% επί του κεφαλαίου.
3η ιστορία:
Σε 14 χρόνια (από το 1879 έως το 1893), η Ελλάδα δανείστηκε σχεδόν 640 εκατ. γαλλικά φράγκα και πλήρωσε για τόκους, χρεολύσια και μεσιτικά, περίπου 536. Από τα 640 εκατ. μόνο τα 38 πήγαν για επενδύσεις. Το δημόσιο χρέος της χώρας από 60% του ΑΕΠ που ήταν το 1876, έφθασε να διπλασιαστεί το 1884 και να τετραπλασιαστεί το 1887. Το 1893, τη χρονιά της επίσημης χρεοκοπίας, είχε εκτιναχτεί στο επταπλάσιο και αντιστοιχούσε στο 230% του ΑΕΠ .
Αντιλαμβάνεται κανείς ότι από κάποια στιγμή κι έπειτα, τα νέα δάνεια εξυπηρετούσαν ουσιαστικά την εξυπηρέτηση των παλαιών τοκοχρεολυσίων. Επίσης λόγω των επαχθών όρων σύναψής τους, εκδίδονταν όλα κάτω του αρτίου. Έτσι, από το ονομαστικό κεφάλαιο των περίπου 640 εκατ. έφθασαν τελικά στα ελληνικά θησαυροφυλάκια μόνο τα 459 εκατ. Όταν ακούστηκε το «δυστυχώς επτωχεύσαμεν» , οι δανειστές επέβαλλαν τον Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο (το 1898) επιβάλλοντας …δημοσιονομική πειθαρχία.