«Άγνωστη» λέξη είναι η αριστεία για το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα.
Μόλις το 3,9% των 15χρονων μαθητών επιτυγχάνει υψηλές επιδόσεις σε βασικά γνωστικά αντικείμενα, όπως είναι τα Μαθηματικά, στους διεθνείς διαγωνισμούς PISA, όταν στην Ευρώπη οι αριστούχοι ανέρχονται, κατά μέσο όρο, σε 10,9%.
Ο κύριος όγκος των Ελλήνων μαθητών (περί το 60%) συγκεντρώνει μέτριες βαθμολογίες, ενώ ένα υψηλό ποσοστό της τάξεως του 35,7% βαθμολογείται «κάτω από τη βάση», ξεπερνώντας κατά πολύ τον ευρωπαϊκό μέσο όρο των χαμηλών επιδόσεων (23,9%). Θεωρείται, έτσι, πως ο στόχος που έχει τεθεί από την Ε.Ε. να περιοριστεί έως το 2020 το ποσοστό των «αδύναμων» μαθητών κάτω από το 15% είναι ανέφικτος για τη χώρα μας, την ίδια ώρα που εκτιμάται πως ο ένας στους τρεις μαθητές θα οδηγηθεί εκτός εκπαιδευτικού συστήματος.
Τα «φτωχά» εκπαιδευτικά αποτελέσματα δεν είναι, όμως, η μοναδική επίπτωση της έλλειψης στρατηγικού σχεδιασμού και της πολιτικής του «ράβε – ξήλωνε» στην Παιδεία που ακολουθείται επί δεκαετίες. Ανησυχία προκαλεί, επίσης, η όξυνση των εκπαιδευτικών, άρα και των κοινωνικών, ανισοτήτων. Είναι ενδεικτικό ότι στις αγροτικές περιοχές, στην ηπειρωτική Ελλάδα και τα νησιά, ο ένας στους δύο μαθητές φοιτά σε μη προνομιούχα σχολεία, ενώ στα μεγάλα αστικά κέντρα το αντίστοιχο ποσοστό περιορίζεται στο 15,7%. Όσο πιο απομακρυσμένο δε, ένα σχολείο, τόσο πιο παραμελημένο είναι από την Πολιτεία.
Τα παραπάνω συμπεράσματα προκύπτουν από επεξεργασία των στοιχείων που εμπεριέχονται στην ετήσια έκθεση του Κέντρου Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΚΑΝΕΠ) της ΓΣΕΕ για την εκπαίδευση. «Το ζήτημα επίδοσης των μαθητών είναι ιδιαίτερα πολύπλοκο, ενώ ο εντοπισμός των παραγόντων που συμβάλουν στη διαφοροποίησή της είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την εξάλειψη των εκπαιδευτικών ανισοτήτων» υπογραμμίζει στην «Η» ο επιστημονικός υπεύθυνος της έρευνας κ. Νίκος Παίζης.
Και προσθέτει: «Μόνο όταν γίνει δυνατό να αντιμετωπιστούν οι παράγοντες που εμποδίζουν το μαθητικό πληθυσμό να αναδείξει και να καλλιεργήσει τις ικανότητες και τις κλίσεις του θα μπορούμε να μιλάμε για ισότητα στις μαθησιακές ευκαιρίες. Η επιτυχημένη προσφορά και διάθεση κατάλληλων και ίσων ευκαιριών σε ένα ποικιλόμορφο μαθητικό πληθυσμό αποτελεί σημαντικό κριτήριο αξιολόγησης των αποτελεσμάτων που παράγουν τα εκπαιδευτικά συστήματα».
Τα βασικότερα ευρήματα για το εκπαιδευτικό μας σύστημα είναι τα εξής:
«Κάτω από τη βάση» οι Ελληνες μαθητές: Βουλγαρία, Κύπρος, Ρουμανία και Ελλάδα είναι οι χώρες που κατέγραψαν τα υψηλότερα ποσοστά αποτυχίας των δεκαπεντάχρονων μαθητών στα Μαθηματικά στο διαγωνισμό PISA του ΟΟΣΑ το 2012. Είχαν όχι μόνο τους περισσότερους μαθητές που βαθμολογήθηκαν «κάτω από τη βάση» (35,7% στην Ελλάδα, 40,8% στη Ρουμανία, 42% στην Κύπρο και 43,8% στη Βουλγαρία), αλλά και τους λιγότερους αριστούχους (3,9% στην Ελλάδα, 3,2% στη Ρουμανία, 3,7% στην Κύπρο και 4,1% στη Βουλγαρία).
Την πεντάδα των χωρών με τις χαμηλότερες επιδόσεις συμπληρώνει η Κροατία (29,9% κάτω από τη βάση, 7% αριστούχοι). Στον αντίποδα, τα χαμηλότερα ποσοστά αποτυχίας των μαθητών καταγράφονται στην Εσθονία (10,5%), τη Φινλανδία (12,3%), την Πολωνία (14,4%) και την Ολλανδία (14,8%).
Μαθητές «δύο κατηγοριών»: Η Ελλάδα σημειώνει το μεγαλύτερο εύρος ανισοκατανομής πόρων ανάμεσα σε προνομιούχα (κοινωνικο- οικονομικά και πολιτιστικά) και μη προνομιούχα σχολεία. Στα μη προνομιούχα σχολεία της χώρας, που βρίσκονται σε απομακρυσμένες ηπειρωτικές και νησιωτικές περιοχές, αλλά και σε υποβαθμισμένες συνοικίες εντός του λεκανοπεδίου Αττικής, φοιτά το 25,3% των μαθητών ηλικίας 15 ετών. Βλέποντας, όμως, κανείς την κατανομή των σχολείων, διαπιστώνει ότι στις αγροτικές περιοχές, στην ηπειρωτική Ελλάδα και στα νησιά, μη προνομιούχα είναι το 57,5% των σχολείων, ενώ προνομιούχα το 10,5%.
Αντίθετα, σε μεγάλο αστικό κέντρο το 43,3% είναι προνομιούχα σχολεία και μόλις το 15,7% μη προνομιούχα. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα μη προνομιούχα σχολεία είναι οξύτατα τόσο σε εκπαιδευτικό προσωπικό όσο και σε υποδομές. Είναι ενδεικτικό ότι στις αγροτικές περιοχές, υπάρχουν σοβαρές ελλείψεις τόσο σε κτίρια, αίθουσες, αυλές κ.ά., ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις ο εξοπλισμός σε εργαστήρια και βιβλιοθήκες είναι ανύπαρκτος.
Σχολεία χωρίς θέρμανση και φώτα: Συνολικά, το 21,% των μαθητών ηλικίας 15 ετών φοιτά σε σχολεία όπου το πρόβλημα της έλλειψης ή ανεπάρκειας των συστημάτων θέρμανσης και φωτισμού παρεμποδίζει «πάρα πολύ» ή «πολύ» την ίδια τη μαθησιακή διαδικασία στο σχολείο τους. Το ποσοστό αυτό αυξάνει στο 34,8% των μαθητών όταν αναφέρονται ζητήματα ελλείψεων στους χώρους εκπαίδευσης (σχολικές αίθουσες, διάδρομοι, ζητήματα καθαριότητας κ.ά).
Η μαθησιακή διαδικασία παρεμποδίζεται, επίσης, από ελλείψεις σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές στο 21,1% των μαθητών, σε εκπαιδευτικό λογισμικό για διδακτική χρήση στο 29,9%, σε συνδεσιμότητα των Η/Υ στο Internet στο 55,3% των μαθητών και σε διδακτικά μέσα στο 47,4% των μαθητών ηλικίας 15 ετών. Σοβαρότατες ανεπάρκειες καταγράφονται, εξάλλου, σε εξοπλισμό εργαστηρίων (στο 54,0% των μαθητών) και βιβλιοθηκών (29,% των μαθητών).
Εκτός εκπαίδευσης ο ένας στους τρεις: Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα αδυνατεί να «συγκρατήσει» μια σημαντική μερίδα μαθητών. Το 32,1% οδηγείται εκτός εκπαίδευσης και κατάρτισης, με την Ελλάδα να καταλαμβάνει τη 12η θέση μεταξύ 26 ευρωπαϊκών χωρών. Τα πέντε κράτη-μέλη που καταγράφουν τα υψηλότερα ποσοστά συγκράτησης των μαθητών στο εκπαιδευτικό σύστημα είναι η Φινλανδία (92,5%), η Σουηδία (87,5%), η Δανία (83,5%), η Εσθονία (82,7%) και η Ιρλανδία (81,8%). Στον αντίποδα, τα πέντε κράτη-μέλη με τα χαμηλότερα ποσοστά είναι η Ολλανδία (34,0%), η Ουγγαρία (38,1%), η Σλοβενία (41,3%), η Γερμανία (47,0%), και η Βουλγαρία (47,2%).
Το κοινωνικό στάτους και τα προγράμματα σπουδών
Τι φταίει και οι Ευρωπαίοι μαθητές παρουσιάζουν τόσο μεγάλες διαφορές στις επιδόσεις τους; Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, μόλις το 29% της διακύμανσης της επίδοσης των μαθητών στα Μαθηματικά εξηγείται από τις διαφορές μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε. Το υπόλοιπο μέρος οφείλεται σε διαφορές μεταξύ σχολείων στο ίδιο κράτος, αλλά και μεταξύ μαθητών μέσα στο ίδιο σχολείο.
Το κοινωνικο-οικονομικό υπόβαθρο των μαθητών και του σχολείου ερμηνεύει τις διαφοροποιήσεις σε ποσοστό πάνω από 50%, ενώ σημαντικοί παράγοντες είναι, επίσης, ο τρόπος με τον οποίο οργανώνεται και μεταφέρεται η διδασκαλία στις τάξεις, καθώς και οι ανθρώπινοι και οικονομικοί πόροι που έχουν επενδυθεί στα σχολεία.
Στην Ελλάδα, το ποσοστό διακύμανσης της επίδοσης στα Μαθηματικά μεταξύ των σχολείων διαμορφώνεται στο 28,8%, με το κοινωνικό στάτους των μαθητών να παίζει καθοριστικό ρόλο. Ωστόσο, στο γνωστικό αντικείμενο της Ανάγνωσης, το μεγαλύτερο μέρος της διακύμανσης φαίνεται εξηγείται από τον παράγοντα «πρόγραμμα σπουδών» των σχολείων.
Τα πέντε κράτη-μέλη με τα χαμηλότερα ποσοστά διακύμανσης της επίδοσης των μαθητών στα Μαθηματικά μεταξύ των σχολείων είναι η Φινλανδία (6,3%), η Σουηδία (12,3%), η Δανία (13,0%), η Εσθονία (13,3%) και η Ιρλανδία (15,3%). Αξίζει να σημειωθεί ότι και στα πέντε αυτά κράτη-μέλη οι μαθητές σημειώνουν ταυτόχρονα υψηλή επίδοση ή τουλάχιστον πάνω από το μέσο όρο.
Τα στοιχεία αυτά, μάλιστα, έρχονται σε αντίθεση με την κυριαρχούσα άποψη πως εκχωρώντας περισσότερους βαθμούς ελευθερίας στα σχολεία οξύνονται οι ανισότητες στα παραγόμενα εκπαιδευτικά αποτελέσματα.
Στη Φινλανδία, για παράδειγμα, όπου τα σχολεία έχουν μια σχετική αυτονομία ως προς τη διαμόρφωση του μαθησιακού περιβάλλοντος, αλλά και τη διαχείριση των πόρων, εντοπίζονται οι λιγότερες διαφοροποιήσεις στην επίδοση μεταξύ σχολείων. Αντίθετα, κάποια από τα πιο συγκεντρωτικά εκπαιδευτικά συστήματα εμφανίζουν ιδιαίτερα μεγάλες διακυμάνσεις στην επίδοση διαφορετικών σχολικών μονάδων.