Έντονοι πονοκέφαλοι, αϋπνίες, ταχυπαλμίες, ακόμα και επαγγελματική εξουθένωση (burnout) είναι μερικά από τα συμπτώματα με τα οποία έρχονται αντιμέτωποι ορισμένοι εργαζόμενοι στην Υπηρεσία Ασύλου, εξαιτίας της έντονης συναισθηματικής φόρτισης που συχνά βιώνουν.
Σε μια υπηρεσία όπου ο αντίκτυπος της ανθρωπιστικής διάστασης της προσφυγικής κρίσης γίνεται ιδιαίτερα αισθητός, οι καταγραφείς και οι χειριστές των αιτημάτων ασύλου περνούν κάποιες φορές τη δική τους κρίση. Για να τους βοηθήσει να αντιμετωπίσουν τα συναισθήματα που βιώνουν από τη διαδικασία αυτή, η Υπηρεσία Ασύλου προσέλαβε ψυχολόγο από τον περασμένο Ιούλιο, θέση χρηματοδοτούμενη από τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο και τα «EEA Grants».
«Η Υπηρεσία έχει το ειδικό χαρακτηριστικό ότι οι άνθρωποι που δουλεύουν εδώ έρχονται σε επαφή με το διωγμό, ένα φαινόμενο που αναδύει υπαρξιακά ερωτήματα στους ανθρώπους που εμπλέκονται. Συνθλίβεται η ιδέα τους για τον κόσμο στον οποίο ζούμε και πώς έχει καταλήξει αυτός ο κόσμος να είναι. Συχνά έχουν και προβληματισμούς για το κατά πόσο οι ίδιοι θα καταφέρουν να βοηθήσουν τους πρόσφυγες, οι οποίοι έχουν χάσει τα πάντα, είναι διωγμένοι, κινδυνεύει η ζωή τους», εξηγεί η ψυχολόγος της Υπηρεσίας, Κατερίνα Κουτσή.
Οι υπάλληλοι της Υπηρεσίας πολλές φορές ακούνε από τους πρόσφυγες σκληρές περιγραφές για τη ζωή τους, γίνονται μάρτυρες ακόμα και των σημαδιών που τους έχουν αφήσει οι πόλεμοι ή τα βασανιστήρια. Παίρνουν αποφάσεις που επειδή αλλάζουν τη ζωή των αιτούντων, τους βασανίζουν για πολλούς μήνες μετά. «Γνωρίζεις τον άνθρωπο, μαθαίνεις για τη ζωή του και πρέπει να πάρεις μια απόφαση γι’ αυτόν. Μπορεί η απόφαση να είναι πολύ σωστή, αλλά επειδή δημιουργείται μεγάλη συναισθηματική εμπλοκή, παίρνεις την κάθε υπόθεση προσωπικά», περιγράφει η κ. Κουτσή.
Αϋπνίες, κόπωση, έντονοι πονοκέφαλοι, ταχυπαλμίες, πόνοι μυών, αδυναμία συγκέντρωσης, αισθήματα μοναξιάς, αποτυχίας ή ενοχής είναι μερικά μόνο από τα συμπτώματα που μπορεί να εμφανίσουν οι εργαζόμενοι και τα οποία φανερώνουν τη μεγάλη συναισθηματική εμπλοκή τους.
Έχοντας μεγάλη εμπειρία στο χειρισμό αιτημάτων ασύλου, η διευθύντρια της Υπηρεσίας Ασύλου, Μαρία Σταυροπούλου, έχει βιώσει και η ίδια στο παρελθόν τη συναισθηματική εμπλοκή με τους αιτούντες. «Κατάφερα όμως να πάρω γρήγορα μια απόσταση. Μαθαίνεις κάποια στιγμή να είσαι σαν τους γιατρούς που παίρνουν απόσταση από τα πράγματα γιατί δεν γίνεται διαφορετικά. Αυτό όμως δεν γίνεται χωρίς κόστος και επίσης δεν είναι αυτονόητο για όλους. Εγώ όταν κουράστηκα, έφυγα από το αντικείμενο, όμως αυτό δεν είναι επιλογή για πολλούς», διηγείται η κ. Σταυροπούλου.
Η διευθύντρια της Υπηρεσίας Μαρία Σταυροπούλου
Αυτή η προσωπική εμπειρία την οδήγησε στην απόφαση να προσλάβει ψυχολόγο στην Υπηρεσία. «Όταν ακούει κανείς συνέχεια πολύ δύσκολες ανθρώπινες ιστορίες, πρέπει να μπορεί κάπως να αποφορτιστεί και να επεξεργαστεί τα όσα ακούει, χωρίς να επιβαρύνει τη δική του ψυχική υγεία. Επίσης, δεν θέλουμε οι εργαζόμενοι να φτάσουν στο άλλο άκρο, να χτίσουν μια άμυνα γύρω τους και τίποτα να μην τους συγκινεί, να χάσουν την ανθρώπινη προσέγγιση στα πράγματα. Όλα αυτά είναι παρενέργειες όταν δεν μπορείς να επεξεργαστείς σωστά αυτά που συμβαίνουν και δεν μπορείς να αμυνθείς με υγιή τρόπο», τονίζει η διευθύντρια της Υπηρεσίας.
Σε κάποιες περιπτώσεις το στρες είναι αποτέλεσμα και του μεγάλου όγκου εργασίας που καλούνται να φέρουν οι υπάλληλοι εις πέρας, όγκος που με τις τρέχουσες προσφυγικές ροές και τη λειτουργία του προγράμματος μετεγκατάστασης έχει μεγαλώσει. Αυτή τη στιγμή απασχολούνται στην Υπηρεσία Ασύλου 260 εργαζόμενοι σε όλη την Ελλάδα. Ο κάθε χειριστής καλείται να διεκπεραιώσει κατά μέσο όρο 158 υποθέσεις το χρόνο και η κάθε υπόθεση περιλαμβάνει τη συγκέντρωση των στοιχείων, έρευνα γύρω από αυτά, τη συνέντευξη με τον αιτούντα, τη σύνταξη και την έκδοση απόφασης.
Η αυξητική τάση στα αιτήματα ασύλου (το 2015 σημειώθηκε αύξηση της τάξης του 40% σε σχέση με το 2014) οδηγεί σε ανάγκη διπλασιασμού του προσωπικού της Υπηρεσίας, όπως τονίζει η διευθύντρια της Υπηρεσίας. Ο διπλασιασμός αυτός δεν θα είναι και πάλι αρκετός εάν αρχίσει και πάλι να εφαρμόζεται ο κανονισμός «Δουβλίνο ΙΙΙ», οπότε «και να δεκαπλασιαστεί η υπηρεσία πάλι λίγοι θα είμαστε», όπως λέει χαρακτηριστικά η κ. Σταυροπούλου. Την ίδια ώρα μεγάλες ανάγκες δημιουργεί και η εφαρμογή του προγράμματος μετεγκατάστασης, το οποίο «τρέχει» η Υπηρεσία Ασύλου. Σύμφωνα με το πλάνο της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την Ελλάδα θα μετεγκατασταθούν 66.000 πρόσφυγες σε δύο χρόνια.
Το εργασιακό άγχος και η συναισθηματική φόρτιση των υπαλλήλων της Υπηρεσίας Ασύλου μπορεί να φτάσει μέχρι και την επαγγελματική εξουθένωση, γνωστή και ως burnout. Η Κατερίνα Κουτσή αποκαλύπτει ότι «υπήρξαν αρκετοί άνθρωποι με συμπτώματα επαγγελματικής εξουθένωσης, είναι τα άτομα που ήρθαν από την πρώτη στιγμή στο γραφείο μου. Υπάρχουν, όμως, και κάποιοι που δεν αναγνωρίζουν τα συμπτώματα. Δεν μπορείς να επιβάλεις σε κάποιον να συνεργαστεί με τον ψυχολόγο. Εκεί μπορούν να παραπεμφθούν σε μένα με τη βοήθεια των προϊσταμένων τους».
Όλα τα παραπάνω συμπτώματα πρέπει να αντιμετωπίζονται, «γιατί έχουν συνέπειες και για την υπηρεσία καθώς συχνά προκαλούν χαμηλή απόδοση, αρνητικό κλίμα και μειωμένο ηθικό των εργαζομένων», όπως διευκρινίζει η ίδια.
Η ψυχολόγος της Υπηρεσίας Ασύλου υποστηρίζει σε ατομικό επίπεδο τους εργαζόμενους και παρακολουθεί συστηματικά περίπου 30 άτομα. Επίσης, έχει αναλάβει να διοργανώσει ομαδικά σεμινάρια για να εξηγήσει στους υπαλλήλους πώς μπορούν να παραμένουν ουδέτεροι.
Ομαδικές συναντήσεις θα πραγματοποιηθούν και στα άλλα Περιφερειακά Γραφεία Ασύλου, όπου η ατομική συνεδρία δεν είναι εφικτή. Στις αρμοδιότητες της ψυχολόγου είναι και η σύνταξη προτάσεων προς την υπηρεσία για τη βελτίωση του εργασιακού περιβάλλοντος. Η χρηματοδότηση της θέσης από τα «EEA Grants» θα διαρκέσει μέχρι τον Απρίλιο του 2017.