Ανακοίνωση για τη συνάντησή του με τον συζυγοκτόνο της Χαλκιδικής εξέδωσε σήμερα ο ποινικολόγος Αλέξης Κούγιας στην οποία περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια υπό ποιες συνθήκες έγινε το ραντεβού.
Αφού περιγράφει καρέ-καρέ τη συνάντηση στη συνέχεια εξηγεί γιατί δεν ειδοποίησε τις αστυνομικές αρχές τονίζοντας: «Ουδέποτε σε όλες τις δεκαετίες της επαγγελματικής μου καριέρας συνεργάστηκα είτε με τις αστυνομικές αρχές είτε με οποιαδήποτε άλλη διωκτική αρχή, αφού τόσο το απόρρητο του λειτουργήματός μου όσο και το προσωπικό μου σύστημα αξιών ως ανθρώπου και υπερασπιστή μού επιβάλλει να εξαντλώ τις γνώσεις μου και το όποιο επαγγελματικό μου κύρος υπέρ των ανθρώπων που με εμπιστεύονται».
Γράφει αναλυτικά ο κ. Κούγιας:
Λόγω του γνωστού θέματος της συναντήσεώς μου με το δράστη της ανθρωποκτονίας στη Χαλκιδική, ο οποίος μετά τη διάπραξη του εγκλήματος πήρε μαζί τον τετράχρονο γιο του, έχω να δηλώσω, για να σταματήσει κάθε παραφιλολογία, τα εξής:
Στις 8/1/2016 ήμουν στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Γυθείου ως συνήγορος υπεράσπισης ενός εκ των 2 νεαρών, οι οποίοι κατηγορούνται ότι διέπραξαν διπλή ανθρωποκτονία σε περιοχή της Μάνης το καλοκαίρι του 2014.
Μου τηλεφώνησε η γραμματέας μου και μου είπε ότι ο δράστης του εγκλήματος της Χαλκιδικής τηλεφώνησε στο δικηγορικό μου γραφείο και ζητά να με συναντήσει, για να μου αναθέσει την υπεράσπισή του, και γι’ αυτό το λόγο ζητά το κινητό μου τηλέφωνο, για να συνεννοηθούμε απευθείας πού θα συναντηθούμε.
Είπα στη γραμματέα μου να δώσει το κινητό μου τηλέφωνο στο πρόσωπο που ισχυριζόταν ότι είναι ο δράστης του εγκλήματος της Χαλκιδικής, και μετά μου τηλεφώνησε ένα πρόσωπο, το οποίο μου είπε ότι ονομάζεται Κλοντ (δηλαδή είχε το ίδιο όνομα με τον καταζητούμενο δράστη) και με ρώτησε πότε μπορούσα να συναντηθούμε.
Του απάντησα ότι μπορούσαμε να συναντηθούμε το βράδυ της ίδιας ημέρας, αφού ευρισκόμουν στο Γύθειο και υπολόγισα ότι για μεταβώ στη Βόρεια Ελλάδα, χρειαζόμουν τουλάχιστον 6 ώρες.
Μου απάντησε ότι βρισκόταν στην Αθήνα και ότι μπορούσαμε να συναντηθούμε σε κάποιο μέρος κατά τη διαδρομή μου από το Γύθειο προς την Αθήνα, αφού είχε δικό του αυτοκίνητο και μπορούσε να μετακινείται, ισχυριζόμενος ότι αυτό θα ήταν και ασφαλέστερο γι’ αυτόν.
Δέχτηκα και συνεννοηθήκαμε ότι θα μου τηλεφωνούσε περίπου στις 5 το απόγευμα και θα συναντιόμασταν σε κάποιο μέρος που αυτός θα επέλεγε, μεταξύ Κορίνθου και Αθηνών.
Πράγματι, μόλις πέρασα την Κόρινθο, δέχτηκα νέο τηλεφώνημα και το ίδιο πρόσωπο μού είπε να βγω από την Εθνική Οδό στην έξοδο των Μεγάρων και να περιμένω να με ειδοποιήσει πού θα συναντηθούμε.
Μετά από λίγη ώρα έφτασα στην έξοδο των Μεγάρων και ακινητοποίησα το αυτοκίνητό μου περιμένοντας τηλεφώνημά του.
Πράγματι, μετά από λίγο μου τηλεφώνησε και μου είπε να κατευθυνθώ προς την Πάχη Μεγάρων και θα με περίμενε στην πρώτη διασταύρωση μέσα σε ένα πράσινο αυτοκίνητο.
Αφού πέρασα το στρατιωτικό αεροδρόμιο στην Πάχη Μεγάρων στο αριστερό μου χέρι (εάν υπάρχουν κάμερες ασφαλείας, είναι βέβαιο ότι θα έχει καταγραφεί η κίνηση του αυτοκινήτου μου) είδα μπροστά μου ένα πράσινο αυτοκίνητο, του οποίου ο οδηγός μου έκανε νόημα να τον ακολουθήσω.
Μέσα στο αυτοκίνητο δεν είδα άλλο πρόσωπο, παρά το ότι προσπάθησα να δω με μεγάλη προσοχή, πιθανολογώντας ότι μαζί του θα ήταν και το μικρό παιδί.
Το αυτοκίνητο του φερόμενου ως δράστη κινήθηκε δεξιά, δίπλα στη θάλασσα και μετά από 500 μέτρα περίπου σταμάτησε και πίσω του σταμάτησα κι εγώ.
Αμέσως μετά ο οδηγός του αυτοκινήτου κατέβηκε από το αυτοκίνητο και κατευθύνθηκε προς το αυτοκίνητό μου, άνοιξε την πόρτα και κάθισε στη θέση του συνοδηγού.
Είχε τη σωματική διάπλαση του καταζητούμενου δράστη και στο κεφάλι του φορούσε ένα μάλλινο σκούφο που κάλυπτε το μέτωπο και τ’ αυτιά του. Ήταν ξυρισμένος και τα χαρακτηριστικά του έμοιαζαν με τα χαρακτηριστικά του δράστη.
Μου είπε ότι είναι ο Κλοντ. Πριν προλάβει να μου πει κάτι άλλο, τον ρώτησα πού είναι το παιδί και αν είναι καλά. Μου είπε ότι το παιδί δεν είναι μαζί του, αλλά είναι πολύ καλά.
Τον ρώτησα τι θέλει από εμένα και μου είπε να συζητήσουμε αν δέχομαι να αναλάβω την υπεράσπισή του, να συζητήσουμε το θέμα της αμοιβής μου και με ποιο τρόπο θα του εξασφαλίσω ότι θα έχει μια δίκαιη δίκη και δεν θα καταδικαστεί σε ισόβια λόγω των όσων, κατά τους ισχυρισμούς του, ψεμάτων γι’ αυτόν είχαν δημοσιοποιηθεί.
Του απάντησα ότι κανείς δεν μπορεί να του εξασφαλίσει την οποιαδήποτε ποινή, αλλά πριν συζητήσουμε το ο,τιδήποτε, θα πρέπει άμεσα να παραδώσουμε το παιδί και αμέσως μετά να συζητήσουμε το θέμα της αμοιβής μου, το οποίο, του είπα, είναι δευτερεύον, αφού για μένα το πρώτο, το οποίο ήταν προαπαιτούμενο, ήταν η ασφαλής παράδοση του παιδιού πρώτα στις αρχές και ακολούθως στους συγγενείς του θύματος.
Συμφώνησε και μου είπε ότι θα με καλέσει σε δύο ώρες, για να μου πει πού θα συναντηθούμε μαζί με το παιδί, ώστε να κινήσω τη διαδικασία της παραδόσεώς του και της ασφαλούς παραδόσεως του παιδιού.
Έφυγε προς την Αθήνα κάτω από υπόγεια διάβαση που διαπερνά την Εθνική Οδό. Έκτοτε δεν μου τηλεφώνησε.
Επειδή πολλοί προβαίνουν σε αυθαίρετα συμπεράσματα, γιατί δεν δημοσιοποίησα προσωπικά αυτή τη συνάντηση και γιατί δεν ενημέρωσα τις αρχές, έχω να απαντήσω τα εξής:
1. Ουδέποτε σε όλες τις δεκαετίες της επαγγελματικής μου καριέρας συνεργάστηκα είτε με τις αστυνομικές αρχές είτε με οποιαδήποτε άλλη διωκτική αρχή, αφού τόσο το απόρρητο του λειτουργήματός μου όσο και το προσωπικό μου σύστημα αξιών ως ανθρώπου και υπερασπιστή μού επιβάλλει να εξαντλώ τις γνώσεις μου και το όποιο επαγγελματικό μου κύρος υπέρ των ανθρώπων που με εμπιστεύονται (οι μεγαλύτεροι σε ηλικία θα θυμούνται πολλές υποθέσεις που ακόμη και με κίνδυνο της ζωής μου έκανα προσωπικά ραντεβού με καταζητούμενους, τους οποίους πάντα με τη δική τους συναίνεση, με ασφάλεια και με επιτυχία παρέδιδα στις διωκτικές αρχές, με τις οποίες συνεννοούμην προηγουμένως, ώστε να κριθούν δίκαια μόνο από τη Δικαιοσύνη).
2. Από τη στιγμή, κατά την οποία ο άνθρωπος αυτός δεν επανεμφανίστηκε και δεν υπήρχε η απόλυτη βεβαιότητα από εμένα ότι πράγματι ήταν ο δράστης του εγκλήματος και ο άνθρωπος που έχει το παιδί μαζί του, αφού τον συνάντησα ελάχιστα λεπτά, έστω και αν αυτός ήταν κατά την κρίση μου, η μεν δημοσιοποίηση της συναντήσεως θα μπορούσε να εκληφθεί σαν μια προσπάθεια διαφήμισής μου με εκμετάλλευση της εμπιστοσύνης του ανθρώπου που με εμπιστεύθηκε, και τελικώς θα απέβαινε σε γελοιοποίησή μου, αν αυτός δεν ήταν τελικά ο δράστης, η δε για μένα απαράδεκτη και ηθικά και νομικά ενημέρωση των διωκτικών αρχών θα μπορούσε να είναι και ένας έμμεσος τρόπος παραπλανήσεως των διωκτικών αρχών με μια έξυπνη χρησιμοποίηση από το δράστη της προσωπικότητός μου, ο οποίος είτε ερχόμενος ο ίδιος είτε στέλνοντας κάποιον που του έμοιαζε, να παραπλανήσει τις διωκτικές αρχές για τον τόπο, όπου ευρίσκετο, οι οποίες θα επικεντρώνονταν σε έρευνες στην περιοχή των Αθηνών, ενώ αυτός θα κινείτο με το παιδί σε άλλες περιοχές της Ελλάδος, πιθανότατα στη Βόρεια Ελλάδα, με τελικό αποτέλεσμα τη μη σύλληψή του και τη διαφυγή του εκτός της Χώρας.
Εκείνο το οποίο πρέπει να γίνει απολύτως κατανοητό και σαφές, είναι ότι η δημοσιοποίηση του λεπτού αυτού θέματος έγινε από πολύ γνωστό άντρα παρουσιαστή του καναλιού Ε, ο οποίος αρχικά μέσω γυναίκας συνεργάτου του και αμέσως μετά προσωπικά ο ίδιος επικοινώνησε μαζί μου και μου είπε ότι γνωρίζει χωρίς καμία επιφύλαξη και χωρίς να μου πει από πού, ότι τη συγκεκριμένη ημέρα είχα ραντεβού με το δράστη σε περιοχή των Μεγάρων και ότι θα το δημοσιοποιήσει, ζητώντας μου συγχρόνως να κάνω δήλωση.
Εγώ αρνήθηκα να κάνω οποιαδήποτε δήλωση, αλλά μετά από λίγα λεπτά της ώρας από αυτή την επικοινωνία μας το θέμα δημοσιοποιήθηκε αστραπιαία σε όλα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, προς τα οποία ουδέποτε μέχρι σήμερα έχω δεχτεί να κάνω οποιαδήποτε δήλωση.
Όλα αυτά τα έχω γνωστοποιήσει τόσο στον Ανακριτή Χαλκιδικής που χειρίζεται την υπόθεση, όσο και στον Ταξίαρχο κο Μανωλά που είναι επικεφαλής των ερευνών, αλλά και στη συνήγορο της οικογένειας του θύματος και προσωπικά στον πατέρα του θύματος και παππού του παιδιού κύριο Μαυρομάτη.
Αυτή είναι η μοναδική αλήθεια για την τραγική αυτή ιστορία και μακάρι ο δράστης του εγκλήματος να επικοινωνούσε μαζί μου, ώστε να έχω βοηθήσει με όποια δύναμη έχω, για την ασφαλή παράδοση του παιδιού στην οικογένειά του και την ασφαλή παράδοση του δράστη στις διωκτικές αρχές, ώστε να κριθεί μέσα από μια δίκαιη δίκη από τη Δικαιοσύνη.
Έχω την απόλυτη πεποίθηση ότι έκανα για άλλη μια φορά το καθήκον μου και όσα ο Κώδικας Δεοντολογίας Δικηγόρων επιβάλλει.
Αθήνα, 19/01/2016
Με εκτίμηση
ΑΛΕΧΙΟΣ Χ. ΚΟΥΓΙΑΣ