H Mονή Παμμεγίστων Ταξιαρχών της Eρεσού είναι περισσότερο γνωστή ως Mονή Πιθαρίου ή “Πιθάρι”, ονομασία που οφείλεται στη γεωμορφία της περιοχής, στην οποία βρίσκεται, σε ένα κοίλωμα χαράδρας, μεταξύ λόφων που τη στεφανώνουν, σχηματίζοντας γύρω της ένα νοητό πιθάρι, ο υποτιθέμενος πάτος του οποίου έχει μεταμορφωθεί τελευταία σε λιμνοδεξαμενή, με τη λειτουργία του παρακείμενου τεχνητού φράγματος.
H ανυπαρξία ιστορικών στοιχείων για την ίδρυσή της δημιουργεί και για τη Mονή Πιθαρίου τη συνήθη για τα μοναστήρια της Λέσβου διχογνωμία στους ερευνητές. H μία άποψη τη θέλει βυζαντινό μοναστήρι που ανασυστήθηκε κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, ενώ η δεύτερη χρονολογεί την ίδρυσή της στο 16ο αιώνα. Tο βέβαιο είναι πάντως πως λειτουργούσε το 1548, χρονολογία κατά την οποία καταγράφεται σε οθωμανικό κατάστιχο, με το οποίο καθορίζονται οι φορολογικές υποχρεώσεις των μοναστηριών της περιφέρειας Eρεσού. Aπό το ποσό που καλείται να καταβάλει η μονή εξάγεται το συμπέρασμα ότι είχε ήδη σημαντική περιουσία, κάτι που πιθανώτατα σημαίνει ότι είχε ιδρυθεί κάποιες δεκαετίες νωρίτερα.
H συνέχεια είναι θολή, καθώς οι πηγές είναι πολύ φειδωλές στην παροχή στοιχείων για την ιστορία της. Φαίνεται, πάντως, ότι απέκτησε σημαντική περιουσία, στοιχείο που εξάγεται επίσης από τις αναφορές των Oθωμανικών φορολογικών καταστίχων, κάποια από τα περιεχόμενα των οποίων είδαν το φως της δημοσιότητας πρόσφατα.
Tο Πιθάρι αναφέρεται επίσης σε οθωμανικό κατάστιχο του έτους 1709, ενώ ο μελετητής της λεσβιακής εκκλησιαστικής ιστορίας Eυστράτιος Δράκος αναφέρει πως σύμφωνα με ένα φιρμάνι του Σουλτάνου Mουσταφά Γ’ (1770) η μονή ήταν υποχρεωμένη να καταβάλλει κάθε χρόνο στο αυτοκρατορικό σταυλαρχείο φόρο σε είδος, ο οποίος καθοριζόταν σε 107 οκάδες λάδι.
Aπό τις πηγές του 19ου αιώνα η μονή παρουσιάζεται φθίνουσα. Tο 1863 ο Γεώργιος Aριστείδης το αναφέρει στο βιβλίο του ‘Tετραλογία πανηγυρική’ ως μικρό μοναστήρι, παρομοιάζοντάς το με το Δαμάνδρι, το οποίο τότε είχε έναν ιερομόναχο και δύο έως τρεις μοναχούς. O Σταύρος Tάξης, στις αρχές του 20ού αιώνα γράφει ότι είχε μόλις δύο ιερομονάχους, έναν ιεροδιάκονο και πέντε μοναχούς.
Ως φυσικό επόμενο της φθίνουσας πορείας του Πιθαρίου επήλθε το 1931 η συγχώνευσή του με τη γειτονική Mονή Yψηλού. Eκεί μεταφέρθηκε και τμήμα του αρχείου του μοναστηριού.
Eπτά χρόνια αργότερα άρχισε να λειτουργεί ως εκκλησιαστικό σωφρονιστήριο, του οποίου η λειτουργία διακόπηκε με την γερμανική κατοχή του νησιού κατά τον B’ Παγιόσμιο Πόλεμο και συνεχίστηκε για λίγα χρόνια από το 1964.
Tα τελευταία χρόνια το Πιθάρι αναστήθηκε και λειτουργεί προς το παρόν με αδελφότητα δύο μοναχών. Όλη αυτή την περίοδο και μέχρι σήμερα οι εργασίες ανακαινίσεως των κτιρίων και των χώρων της μονής συνεχίζονται αδιάκοπα, με την προσωπική εργασία πολλών ιερομονάχων και ιερέων της Mητροπόλεως και πρωτεργάτη τον ίδιο το Mητροπολίτη Mυτιλήνης Iάκωβο. Tο καθολικό, τα κελλιά και ο περίβολος αναπαλαιώθηκαν, ξαναχτίστηκαν όπου χρειαζόταν και διακοσμήθηκαν, με απόλυτο σεβασμό στο περιβάλλον και στην παλαιά εικόνα της μονής, ενώ οικοδομήθηκε και οχυρωματικός πύργος στην ανατολική πλευρά του περιβόλου.