ΟΠΕΚΕΠΕ: Η εικόνα του ελληνικού αγροτικού τομέα το 2025 είναι γεμάτη αντιθέσεις. Από τη μία, τα στοιχεία για την κατανομή των κοινοτικών επιδοτήσεων αποκαλύπτουν έντονες ανισότητες, με μια μικρή μερίδα μεγάλων παραγωγών να απορροφά το μεγαλύτερο μέρος των πόρων.
Ρεπορτάζ: Γιώργος Θεοχάρης
Διαβάστε όλες τις ειδήσεις από το tilegrafimanews.gr
News: Από την άλλη, νέες ευκαιρίες ανοίγονται μέσω της διαδικασίας για άδειες φύτευσης αμπελώνων και μέσω της ενεργοποίησης άτοκων μικροδανείων στη Θεσσαλία, που επιχειρούν να στηρίξουν μικρούς και μεσαίους παραγωγούς.
Το τρίπτυχο αυτό αποτυπώνει τόσο τα χρόνια προβλήματα όσο και τις πιθανές λύσεις για έναν κλάδο που παλεύει με τις προκλήσεις.
Συγκέντρωση ενισχύσεων στα χέρια λίγων
Τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν για το 2022 και το 2023 καταδεικνύουν με σαφήνεια το μέγεθος του προβλήματος. Το 1% των δικαιούχων απορρόφησε το 27% της βασικής ενίσχυσης, ενώ το 10% συγκέντρωσε πάνω από το 60% των συνολικών πόρων. Στην πράξη, περίπου 4.200 παραγωγοί είδαν να εισρέουν στους λογαριασμούς τους δεκάδες εκατομμύρια ευρώ, την ώρα που η συντριπτική πλειονότητα των αγροτών, σχεδόν 370.000 άνθρωποι, περιορίστηκε σε μικρά ποσά κάτω του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εδώ και χρόνια έχει θέσει ως στόχο την πιο δίκαιη κατανομή των ενισχύσεων, ωστόσο η εφαρμογή της νέας ΚΑΠ στην Ελλάδα δείχνει ότι οι παθογένειες παραμένουν. Τα οικολογικά σχήματα, που υποτίθεται θα ενίσχυαν τη βιώσιμη γεωργία, επίσης κατέληξαν κυρίως σε μεγαλύτερες εκμεταλλεύσεις: το 10% των παραγωγών πήρε σχεδόν το 58% των πόρων, ενώ οι μικροί καλλιεργητές έμειναν με ψίχουλα.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του ΟΠΕΚΕΠΕ, το 2023 περίπου 1.280 δικαιούχοι δήλωσαν πάνω από 20.000 ευρώ βασικής ενίσχυσης, συγκεντρώνοντας συνολικά πάνω από 48 εκατ. ευρώ. Το φαινόμενο αυτό δεν είναι καινούργιο, αλλά η σταθερότητά του δείχνει ότι χωρίς ουσιαστική αναδιανομή, οι ανισότητες θα διευρύνονται.
Η μάχη για την ανανέωση του αγροτικού πληθυσμού
Η ανισοκατανομή έχει και μια άλλη σοβαρή συνέπεια: την αναστολή της ανανέωσης του αγροτικού πληθυσμού. Οι νέοι παραγωγοί αδυνατούν να σταθούν στον ανταγωνισμό, αφού τα ποσά που λαμβάνουν δεν επαρκούν για επενδύσεις. Ορισμένα προγράμματα, όπως οι ενισχύσεις για νέους γεωργούς, προσφέρουν ανάσες, αλλά δεν αρκούν για να αλλάξουν τον συσχετισμό.
Το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, μέσα από ανακοινώσεις, επιμένει ότι η στόχευση της νέας ΚΑΠ είναι η ενίσχυση των μικρών εκμεταλλεύσεων. Ωστόσο, η πραγματικότητα των αριθμών είναι αμείλικτη. Οι μεγάλοι παραμένουν κυρίαρχοι, ενώ οι μικροί περιμένουν στήριξη μέσα από στοχευμένα μέτρα, όπως τα οικολογικά σχήματα, τις άδειες φύτευσης ή τα ειδικά χρηματοδοτικά εργαλεία.
ΟΣΔΕ 2025 με εκκρεμότητα ΑΤΑΚ και «μπαράζ» πληρωμών ΟΠΕΚΕΠΕ: Τι έρχεται έως τα μέσα Σεπτεμβρίου
Άδειες φύτευσης αμπελώνων: Μια νέα ευκαιρία
Από την 1η έως τις 20 Σεπτεμβρίου 2025 είναι ανοιχτή η πλατφόρμα για αιτήσεις νέων αδειών φύτευσης αμπελώνων για το έτος 2026. Πρόκειται για ένα εργαλείο που μπορεί να αποτελέσει δίοδο εισόδου για νέους αμπελουργούς, ειδικά στις νησιωτικές και ορεινές περιοχές.
Οι άδειες κατανέμονται σε εννέα αμπελουργικές περιφέρειες με συγκεκριμένα κριτήρια προτεραιότητας. Οι νεοεισερχόμενοι παραγωγοί παίρνουν 3 βαθμούς στην αξιολόγηση, ενώ πλεονέκτημα δίνεται και σε όσους δραστηριοποιούνται σε περιοχές με φυσικούς περιορισμούς (υψόμετρο, νησιωτικότητα) ή προχωρούν σε βιολογικές καλλιέργειες.
Το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών έχει επισημάνει σε σχετικές μελέτες ότι οι νέες άδειες μπορούν να ενισχύσουν τις μικρομεσαίες εκμεταλλεύσεις, αν υπάρξει σωστή στοχοθέτηση και όχι συγκέντρωση σε ήδη ισχυρούς παραγωγούς. Το μέγιστο όριο ανά αίτηση είναι τα 100 στρέμματα, αλλά σε περιοχές όπως η Κρήτη, τα νησιά του Αιγαίου και τα Ιόνια, το ελάχιστο όριο είναι μόλις 1 στρέμμα, δίνοντας ευκαιρίες σε μικρούς καλλιεργητές.
Τα μικροδάνεια της Θεσσαλίας
Την ίδια στιγμή, στην καρδιά της χώρας, ενεργοποιείται το Ταμείο Μικροδανείων Ανάκαμψης από Φυσικές Καταστροφές για τη Θεσσαλία. Η περιοχή, που υπέστη αλλεπάλληλες πλημμύρες και καταστροφές την τελευταία τριετία, αποκτά πρόσβαση σε δάνεια ύψους 3.000 έως 25.000 ευρώ, με το 75% άτοκο.
Η δράση χρηματοδοτείται από το πρόγραμμα «Ανταγωνιστικότητα» και το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο (ΕΚΤ+), ενώ υλοποιείται από την Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα. Πρόκειται για μια κίνηση που στοχεύει να κρατήσει ζωντανές χιλιάδες μικρομεσαίες εκμεταλλεύσεις, δίνοντάς τους ρευστότητα για κεφάλαιο κίνησης αλλά και για μικρές επενδύσεις.
Η Διευθύνουσα Σύμβουλος της Τράπεζας, Ισμήνη Παπακυρίλλου, τόνισε ότι το μέτρο δεν είναι απλώς χρηματοδοτικό, αλλά συνοδεύεται και από συμβουλευτική υποστήριξη: mentoring αξίας έως 900 ευρώ ανά ΑΦΜ, ώστε οι δικαιούχοι να λάβουν και καθοδήγηση για βιώσιμη επιχειρηματική πορεία.
Η μεγάλη εικόνα
Η ελληνική γεωργία το 2025 βρίσκεται σε κρίσιμο σταυροδρόμι. Από τη μία πλευρά, η άνιση κατανομή των επιδοτήσεων δημιουργεί αίσθημα αδικίας και απογοήτευσης στους μικρούς αγρότες. Από την άλλη, νέα εργαλεία – είτε πρόκειται για άδειες φύτευσης είτε για μικροδάνεια – δείχνουν ότι υπάρχει χώρος για αλλαγή πορείας.
Το ζητούμενο είναι αυτά τα μέτρα να μην καταλήξουν πάλι στους ίδιους «μεγάλους παίκτες», αλλά να κατευθυνθούν εκεί όπου υπάρχει πραγματική ανάγκη: στους μικροκαλλιεργητές, στους νέους που θέλουν να μείνουν στην ύπαιθρο, στους επαγγελματίες που παλεύουν με τις συνέπειες των φυσικών καταστροφών.
Χωρίς ουσιαστική αναδιανομή των πόρων και χωρίς στοχευμένες πολιτικές, η Ελλάδα θα συνεχίσει να βλέπει τον αγροτικό πληθυσμό να μειώνεται και την ύπαιθρο να μαραζώνει. Αντίθετα, μια πιο δίκαιη κατανομή μπορεί να δώσει πνοή σε έναν κλάδο που παραμένει ζωτικός για την εθνική οικονομία και την κοινωνική συνοχή.
Τα τρία ζητήματα – οι ανισότητες στις ενισχύσεις, οι νέες άδειες αμπελώνων και τα μικροδάνεια στη Θεσσαλία – συνθέτουν την πραγματικότητα του ελληνικού αγροτικού τομέα σήμερα. Είναι μια πραγματικότητα που συνδυάζει παλιές παθογένειες με νέες δυνατότητες.
Η επιτυχία θα εξαρτηθεί από την ικανότητα του κράτους και των θεσμών να εφαρμόσουν πολιτικές που θα ενισχύσουν πραγματικά τους αδύναμους κρίκους. Αν αυτό επιτευχθεί, τότε η ελληνική γεωργία μπορεί να κάνει το επόμενο βήμα προς μια πιο δίκαιη, βιώσιμη και ανταγωνιστική πορεία.