APIVITA
O Νίκος και η Νίκη Κουτσιανά ζευγάρι στην ζωή και στην επιχειρηματικότητα έχουν δύο παιδιά, την κόρη τους Σοφία και την Apivita. Αυτή είναι η σύντομη απάντηση στο ερώτημα του τίτλου για όποιον βαριέται να διαβάζει ιστορίες. Όσο δύσκολο είναι να δίνεις το παιδί σου σε κάποιον ξένο άλλο τόσο δύσκολο είναι να δίνεις αυτό που έχεις δημιουργήσει μαζί με τον σύντροφο σου με αγάπη, πόνο και πολύ προσπάθεια.
Αυτό που λίγοι ξέρουν είναι ότι η Apivita είναι το αντάμωμα των δύο διαφορετικών κόσμων της μεταπολιτευτικής Ελλάδας κάτω από την ίδια στέγη. Ένα αντάμωμα που κατάφερε να αφήσει πίσω το παρελθόν τις διαφορές που είχε, να πολεμήσει ηθικά,με όπλο τις αρχές και το κοινό όραμα, να μεγαλώσει φυσιολογικά και να διατηρήσει μέχρι σήμερα αυτό που ήταν αδιαμφισβήτητο από την πρώτη στιγμή: ένα καλό όνομα και ένα καλό προϊόν στην αγορά. Κοινώς όλα αυτά που θα μπορούσαμε να έχουμε κάνει σαν χώρα και δεν το έχουμε κάνει – καταφέρει.
Δεν δημιουργήσαμε την Apivita για να κονομήσουμε, συστήσαμε την εταιρεία για να δημιουργήσουμε με σεβασμό στους ανθρώπους και τον πλανήτη και να ανταμειφθούν οι κόποι μας
Ο Νίκος Κουτσιανάς παιδί αριστερών από τα Γαβράκια Δομοκού μεγάλωσε σε ξένα χέρια καθώς στον εμφύλιο έχασε ανθρώπους από τον στενό οικογενειακό του κύκλο. Από την άλλη η Νίκη Κουτσιανά παιδί αστικής οικογένειας από την Τρίπολη με το πιάνο και τα γαλλικά. Οι δρόμοι τους ενώθηκαν όταν η δεύτερη πέρασε το κατώφλι του φαρμακείου του πρώτου στις αρχές της δεκαετίας του ’70 για να εργαστεί ως μαθητευόμενη φαρμακοποιός, γράφει του news247.gr.
Η δημιουργία της Apivita είναι αποτέλεσμα της αγάπης τους και του θαυμασμού για την κοινωνία της μέλισσας, της επιμονής της Νίκης Κουτσιανά και ενός χρέους στον Παπουτσάνη. Όπως είχε αναφέρει πριν από μερικά χρόνια στον υπογράφοντα σε συνέντευξη της που είχε φιλοξενηθεί στο περιοδικό Fortune: Έχοντας έλθει στο φαρμακείο του το 1972 ως μαθητευόμενη φαρμακοποιός, πρόσεξε ότι στο εμπόριο υπήρχαν γαλλικά καλλυντικά σαπούνια, τα οποία πωλούνταν προς 1.000 δραχμές, όταν το Καραβάκι Παπουτσάνη κόστιζε μόλις 15 δραχμές. «Το δικό μας σαπούνι με πρόπολη, το οποίο είχε μηδαμινό περιθώριο κέρδους λόγω ακριβών συστατικών, το πωλούσαμε 150 δραχμές. Ή τουλάχιστον τόσο θέλαμε να το πουλήσουμε, αφού οι πωλητές αρνούνταν να το αναλάβουν, μιας και ήταν ένα σαπούνι που πήγαινε κόντρα στη λογική της αγοράς: δεν μύριζε και είχε μαύρο χρώμα. Αναγκάστηκα, λοιπόν, για πρώτη φορά στη ζωή μου, στα 29, καθώς έβλεπα ότι υπήρχε κίνδυνος να ζημιωθούμε από αυτή μου την απόφαση, καθώς χρωστούσα στον Παπουτσάνη τα λεφτά για τα σαπούνια που μας παρασκεύασε, να βγω και να τα πουλήσω η ίδια, παίρνοντας ένα κασελάκι με 48 τεμάχια και αφήνοντας πίσω τις σκέψεις ότι είμαι μια επιστήμονας, μια φαρμακοποιός, την οποία θα έβλεπαν μπροστά τους οι συνάδελφοί μου σαν πωλήτρια».
Δεκαετίες μετά σκέφτεται ότι, εάν δεν υπήρχε εκείνο το χρέος στον Παπουτσάνη, η Apivita ίσως και να μην είχε δημιουργηθεί. Τα σαπούνια θα έμεναν στο δικό τους φαρμακείο και θα πωλούνταν σε βάθος χρόνου μέχρι να τελειώσει το απόθεμα, σαν να ήταν μια λανθασμένη επιχειρηματική κίνηση. «Η ανάγκη είναι αυτή που σε κάνει ηγέτη, σε κάνει να διαφέρεις από τους άλλους και από τον παλιό σου εαυτό».
Για το που έχει φθάσει σήμερα η Apivita είναι λίγο πολύ γνωστό και αν δεν είναι σε όλους απλώς να πούμε ότι είναι μία εταιρεία με πωλήσεις που αγγίζουν τα 40 εκατομμύρια με το 1/3 αυτών να έρχεται από το εξωτερικό καθώς τα προϊόντα της εξάγονται σε 15 χώρες και έχει καταστήματα με το σήμα της σε χώρες όπως η Ιαπωνία, το Xονγκ Κονγκ, την Ισπανία κ.α..
Όλα αυτά τα χρόνια και ιδιαίτερα τα τελευταία την πόρτα της Apivita χτύπησαν αρκετοί αγοραστές τους οποίους ο κύριος Νίκος και η κυρία Νίκη “απέκρουαν” ενώ δεν δίστασαν να χαλάσουν και διεθνείς συμφωνίες που είχαν όπως έγινε στην περίπτωση της Ajinomoto, της εταιρείας με την οποία συνεργαζόταν για την επέκταση του δικτύου τους στην Ιαπωνία.
«Θέλει αρετή και τόλμη για να συνεργαστεί κάποιος μαζί μας. Σε μία αγορά που όλο και πιο πολλοί υποτάσσονται στις επιθυμίες των καταναλωτών, είναι δύσκολο να πεις, για παράδειγμα, ότι δεν θα βάλεις σιλικόνη στα αντηλιακά και τα καλλυντικά σου, η οποία ναι μεν αφήνει την αίσθηση ενός καλύτερου απλώματος, αλλά δεν επιτρέπει στα ευεργετικά συστατικά να εισχωρήσουν στο δέρμα. Εμείς συνεχίζουμε να λέμε “όχι” στη σιλικόνη, αλλά και σε πολλά άλλα που δεν ανταποκρίνονται στις αρχές της Apivita, μιας εταιρείας που παράγει φυσικά, αποτελεσματικά και ολιστικά προϊόντα. Αυτό έχει κόστος, και σε οικονομικό επίπεδο και σε επίπεδο συνεργασιών» εξηγεί η Νίκη Κουτσιανά.
Ο Νίκος Κουτσιανάς που είδε- στις 400 κυψέλες που διέθετε στο χωριό του – στην κοινωνία της μέλισσας (σ.σ. η μέλισσα έγινε έμβλημα της Apivita από τον σκιτσογράφο και φίλο της οικογένειας Σπύρο Ορνεράκη) και την επικονίαση τον τρόπο που θα έπρεπε να λειτουργήσει επιχειρηματικά δίνει μία άλλη διάσταση: «Μεταφέραμε τη δραστηριότητα της μέλισσας στη δουλειά μας. Επικονιάσαμε την επιχειρηματική δραστηριότητα με μία άλλη ηθική. Δεν δημιουργήσαμε την Apivita για να κονομήσουμε, συστήσαμε την εταιρεία για να δημιουργήσουμε με σεβασμό στους ανθρώπους και τον πλανήτη και να ανταμειφθούν οι κόποι μας».
[irp posts=”116687″ name=”Apivita: Πουλήθηκε στους Ισπανούς- Το οργανόγραμμα”]
Σε μία εποχή που η ελληνικότητα πουλάει τρελά και που οι επιχειρηματίες φροντίζουν να την κάνουν σημαία για να πουλήσουν προϊόντα και να μοσχοπουλήσουν στην συνέχεια την εταιρεία τους το ζεύγος Κουτσιανά δεν μπήκε σε αυτό τον χορό. Συνέχιζε την μοναχική της πορεία μέχρι να βρεθεί ο κατάλληλος συνεργάτης που θα σέβονταν απόλυτα τις αρχές τους. Και αυτός ο συνεργάτης βρέθηκε στο πρόσωπη της Puig, η οποία δέχθηκε να συνεχίσει την παραγωγή την παραγωγή της Apivita στην χώρα μας και την συνέχιση της πορείας της τόσο σε επίπεδο ηθικής απέναντι στον καταναλωτή και το περιβάλλον.
Mοναδικός ανταγωνιστής μας είναι η άγνοια της μοναδικότητάς μας. Και είναι κάτι το οποίο το πιστεύω όχι μόνο για την Αpivita αλλά και για την Ελλάδα γενικότερα. Μπορούμε να δημιουργήσουμε 100 Apivita, 100 Korres και 100 Frezyderm, εταιρείες που θα καινοτομούν ή θα βρίσκουν ένα κενό στην αγορά
Όραμά του Νίκου Κουτσιανά για την επόμενη ημέρα της επιχειρηματικότητας στην Ελλάδα μετά την κρίση είναι η δημιουργία μιας νέας γενιάς επιχειρηματιών, που θα έχουν φιλοσοφία, αξίες, σεβασμό στον άνθρωπο και το περιβάλλον, και θα προσφέρουν προϊόντα χρήσιμα και χρηστικά, τα οποία θα αγκαλιάζουν καταναλωτές και όχι πελάτες. «Η Ελλάδα έχει αυτή την αόρατη διάσταση της διαφοροποίησης μέσα από το φυσικό περιβάλλον και τα προϊόντα που παράγονται στα τοπικά της μικροκλίματα. Εάν προσεγγίσουμε τα νέα παιδιά και τα κατευθύνουμε στην υγιή επιχειρηματικότητα, αυτό που λέμε “επιχειρείν, δημιουργείν και καινοτομείν”, μπορεί να δημιουργήσουμε μια νέα αρχή για την οικονομία της χώρας, που θα βασίζεται σε πιο γερές, στέρεες και ηθικές βάσεις».
Έχοντας αντιγράψει ο ίδιος τη ζωή της μέλισσας-εργάτριας, δεν σταματά να επαναλαμβάνει στους συνεργάτες του να μη στέκονται και να παρακολουθούν τι πράττει ο ανταγωνισμός, μιας και θεωρεί ότι δεν υπάρχουν ανταγωνιστικές εταιρείες στην Ελλάδα και ότι «μοναδικός ανταγωνιστής μας είναι η άγνοια της μοναδικότητάς μας. Και είναι κάτι το οποίο το πιστεύω όχι μόνο για την Αpivita αλλά και για την Ελλάδα γενικότερα. Μπορούμε να δημιουργήσουμε 100 Apivita, 100 Korres και 100 Frezyderm, εταιρείες που θα καινοτομούν ή θα βρίσκουν ένα κενό στην αγορά και θα προσφέρουν αυτό το κάτι παραπάνω, αποτελώντας παραδείγματα σωστής επιχειρηματικότητας για τα νέα παιδιά της Ελλάδας. Μιας χώρας που σε όλους τους τομείς κυριαρχούν τα εισαγόμενα προϊόντα».