Αιγαίο: Τι προβλέπει η Συνθήκη της Λωζάνης για τα νησιά του Αιγαίου – Η πάγια θέση της Ελλάδας για νόμιμη άμυνα και οι απαράδεκτες και ανιστόρητες τουρκικές διεκδικήσεις.
Τις τελευταίες ημέρες η Τουρκία ξεπερνώντας κάθε όριο προκλητικότητας και θρασύτητας, όχι μόνο ζητά αποστρατικοποίηση των νησιών του ανατολικού Αιγαίου από τη χώρα μας, αλλά απειλεί ότι θα θέσει θέμα κυριαρχίας τους, αν αυτό δεν συμβεί. Το protothema.gr έχει ασχοληθεί εκτενώς με το συγκεκριμένο ζήτημα. Σήμερα θα δούμε με περισσότερες λεπτομέρειες τι προβλέπουν οι Συνθήκες της Λωζάνης (1923) και των Παρισίων (1947) για το καθεστώς αποστρατικοποίησης των νησιών του Αιγαίου, τα επιχειρήματα της ελληνικής πλευράς, αλλά και τους ισχυρισμούς της Τουρκίας.
Τι ισχύει για την αποστρατικοποίηση των νησιών μας
Με τη Συνθήκη της Λωζάνης (1923), επιβλήθηκε καθεστώς μερικής αποστρατικοποίησης της Λέσβου, της Λήμνου, της Χίου και της Ικαρίας και ολικής αποστρατικοποίησης της Λήμνου, της Σαμοθράκης αλλά και της Ίμβρου, της Τενέδου, και των Λαγουσών νήσων που δόθηκαν στην Τουρκία. Επιμελώς η γείτονα χώρα, αποσιωπά την υποχρέωση της να μην διατηρεί στρατό σε Ίμβρο και Τένεδο ισχυριζόμενη ότι καλύπτεται από τη Σύμβαση του Μοντρέ. Στο Twitter και το Facebook μπορεί κάποιος να βρει ακόμα και φωτογραφικό υλικό από τους Τούρκους κομάντος στην Ίμβρο και την επίσκεψη του Τούρκου ΥΠΕΘΑ Χουλουσί Ακάρ τον Απρίλιο του 2021 στο νησί… Με τη Συνθήκη των Παρισίων (1947) , επιβλήθηκε καθεστώς πλήρους αποστρατικοποίησης στα Δωδεκάνησα. Ας δούμε αναλυτικότερα τι αναφέρουν οι Συνθήκες για το καθεστώς των νησιών. Σύμφωνα με όσα ορίζονται στο Άρθρο 13 της Συνθήκης της Λωζάνης, Λέσβος, Χίος, Σάμος και Ικαρία είναι μερικώς αποστρατικοποιημένα και απαγορεύεται να υπάρχουν στο έδαφος τους ναυτικές εγκαταστάσεις ή οχυρωματικά έργα. Οι στρατιωτικές δυνάμεις που βρίσκονται στα νησιά πρέπει να περιοριστούν «εις τον συνήθην αριθμόν των δια την στρατιωτικήν υπηρεσίαν καλουμένων», ενώ οι αστυνομικές δυνάμεις (να είναι) ανάλογες με αυτές που υπηρετούν στην υπόλοιπη χώρα». Στην παράγραφο 2 του αριθμού 13, υπάρχει σαφής αναφορά ότι απαγορεύεται στην Ελληνική στρατιωτικήν αεροπλοΐαν, να υπερίπταται της ακτής της
Ανατολίας» και αντίστοιχη υποχρέωση της Οθωμανικής κυβέρνησης να απαγορεύσει τις πτήσεις της στρατιωτικής της αεροπλοΐας πάνω από τα προαναφερθέντα νησιά.
Για τη Λήμνο, τη Σαμοθράκη, την Ίμβρο , την Τένεδο, και τις Λαγούσες Νήσους, υπάρχει σαφέστατη αναφορά για πλήρη αποστρατικοποίηση τους στα άρθρα 4 και 6 της Συνθήκης της Λωζάνης. Να σημειώσουμε ότι στο γαλλικό κείμενο της Συνθήκης υπάρχει ο όρος demilitarization και στο αγγλικό, ο όρος demilitarization. Στο ελληνικό κείμενο χρησιμοποιείται η λέξη «ουδετεροποίηση», που όμως αποδίδεται στα αγγλικά ως neutralization. Στην τελευταία παράγραφο όμως του άρθρου 6 της Συνθήκης, αναφέρονται τα εξής: «Η Ελλάς, δύναται να μεταφέρει τον στόλον της εντός των χωρικών υδάτων των ουδετεροποιημένων ελληνικών νήσων, ουχί όμως και να χρησιμοποιεί τα ύδατα ταύτα ως βάσιν επιχειρήσεων κατά της Τουρκίας ή δια ναυτικήν ή στρατιωτικήν συγκέντρωσιν προς τον σκοπόν αυτόν».
Όπως θα δούμε στη συνέχεια, με τη Συνθήκη του Μοντρέ (1936), η ελληνική πλευρά θεωρεί ότι θεσπίστηκε νέο καθεστώς για τα νησιά. Μάλιστα, τότε Τούρκοι αξιωματούχοι επιδοκίμαζαν τη στρατιωτικοποίηση των ελληνικών νήσων!
Τα Δωδεκάνησα δόθηκαν στην Ελλάδα με τη Συνθήκη των Παρισίων (1947). Το άρθρο 14 ορίζει στο δεύτερο εδάφιο του ότι: «Αι ανωτέρω νήσοι θα αποστρατιωτικοποιηθώσι και παραμείνωσιν αποστρατιωτικοποιημένοι».
Αποστρατικοποίηση των νησιών του ανατολικού Αιγαίου: Τα επιχειρήματα Ελλάδας και Τουρκίας
Η Τουρκία εδώ και πολλά χρόνια θεωρεί ότι η υποχρέωση της Ελλάδας να αποστρατικοποιήσει τα νησιά, πηγάζει από την απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων τον Φεβρουάριο του 1914, με την οποία αυτά δόθηκαν στην Ελλάδα και παράλληλα τέθηκαν σε καθεστώς αποστρατικοποίησης. Αυτό επιβεβαιώθηκε και στο άρθρο 12 της Συνθήκης της Λωζάνης. Πάντα σύμφωνα με την τουρκική πλευρά, το άρθρο 13 της Συνθήκης (για μερική αποστρατικοποίηση Λέσβου, Χίου, Σάμου και Ικαρίας) και το άρθρο 4 της Συνθήκης του Μοντρέ, απλώς εξειδικεύουν το άρθρο 12. Η ελληνική πλευρά ορθά αντιτείνει ότι δεν είναι νομικά δυνατό να εφαρμόζονται όλα αυτά τα άρθρα μαζί γιατί τότε θα είχαμε διπλή ρύθμιση. Το άρθρο 12 της Συνθήκης της Λωζάνης αφορά αποκλειστικά σε θέματα κυριαρχίας, ενώ το ζήτημα της αποστρατικοποίησης ρυθμίζεται σε άλλα άρθρα. Στο άρθρο 12 αναφέρονται τα εξής: «Η ληφθείσα απόφασις της 13 ης Φεβρουαρίου 1914…και αφορώσα εις την κυριαρχίαν της Ελλάδος επί των νήσων του Ανατολικού Αιγαίου», δεν πρόλαβε να εφαρμοστεί άλλωστε και μάλιστα τελούσε υπό την επιφύλαξη της ελληνικής
Κλείσιμο
πλευράς για αντίστοιχου χαρακτήρα μέτρα στις μικρασιατικές ακτές.
Με τη Συνθήκη του Μοντρέ (1936), καταργήθηκε η προηγούμενη Σύμβαση της Λωζάνης για τα Στενά και θεσπίστηκε νέο καθεστώς. Έτσι σ’ αυτή αναφέρεται ότι επιτρέπεται ο επανεξοπλισμός της ζώνης των Στενών. Αν και δεν γίνεται ρητή αναφορά στα νησιά Λήμνο και Σαμοθράκη στη συγκεκριμένη Συνθήκη (του Μοντρέ), αυτό θεωρείται ήσσονος σημασίας καθώς στο προοίμιο της, γίνεται σαφής αναφορά ότι αντικαθιστά τη Συνθήκη της Λωζάνης, όσον αφορά τα θέματα των Στενών. Μάλιστα κατά την υπογραφή της Σύμβασης του Μοντρέ, όχι μόνο δεν υπήρξε καμία επιφύλαξη ή εξαίρεση από τουρκικής πλευράς. Αντίθετα στις 6 Μαΐου 1936 ο πρέσβης της Τουρκίας στην Αθήνα Ρουσέν Εσρέφ, σε επιστολή του στον πρωθυπουργό και υπουργό Εξωτερικών Ιωάννη Μεταξά αναφέρει:
«Κατ’ εντολήν της κυβερνήσεως μου… είμαστε εξ ολοκλήρου σύμφωνοι όσον αφορά στη στρατιωτικοποίηση αυτών των δύο νησιών (Λήμνου και Σαμοθράκης) , ταυτόχρονα με τον εξοπλισμό των Στενών».
Ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας Ρουστού Αράς σε ομιλία του στην εθνοσυνέλευσή της χώρας του για την κύρωση της Σύμβασης του Μοντρέ είπε (Παρασκεύη 31/7/1936):
«Οι διατάξεις που αναφέρονται στα νησιά Λήμνος και Σαμοθράκη, τα οποία ανήκουν στη φίλη και γείτονα Ελλάδα και ήσαν αποστρατιωτικοποιημένα βάσει των σχετικών διατάξεων της Συμβάσεως της Λωζάνης, καταργούνται και αυτές από τη Σύμβαση του Μοντρέ».
Η Τουρκία αμέσως μετά οχύρωσε την Ίμβρο και την Τένεδο (κατά παράβαση και της Συνθήκης της Λωζάνης που προέβλεπε μόνο την ύπαρξη Αστυνομίας στελεχωμένης από τον ιθαγενή πληθυσμό, άρθρο 14) και τις χαρακτήρισε «επιτηρούμενες ζώνες». Η Ελλάδα οχύρωσε τη Λήμνο και τη Σαμοθράκη, ενημερώνοντας τη Μ. Βρετανία, η οποία συμφώνησε, τη Γαλλία και την Ιταλία. Ακολούθως χαρακτήρισε τη Λήμνο ως «επιτηρούμενη ζώνη». Αποτελεί νομική αυθαιρεσία ο ισχυρισμός της Τουρκίας ότι οι υποχρεώσεις για αποστρατικοποίηση των νησιών καταργήθηκαν για Ίμβρο και Τένεδο, αλλά όχι για Λήμνο και Σαμοθράκη. Κανένα από τα παραπάνω νησιά δεν αναφέρεται ονομαστικά στη Σύμβαση του Μοντρέ.
Οι Τούρκοι από την πλευρά τους ισχυρίζονται επίσης ότι η Σύμβαση του Μοντρέ είχε ως αποκλειστικό στόχο την ασφάλειά τους. Αυτό αναγράφεται στο προοίμιο της Σύμβασης, ενώ σε όλο το υπόλοιπο κείμενο αναφέρεται ρητά η δυνατότητα της Τουρκίας να επαναστρατικοποιήσει τα Στενά.
Οι Τούρκοι δεν δέχονται ότι στη Συνθήκη του Μοντρέ γίνεται μνεία για την ασφάλεια της Ελλάδας. Παράλληλα ισχυρίζονται ότι παρέμενε ισχυρό το άρθρο 12 της Συνθήκης της Λωζάνης που αναφέρεται στην απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων του 1914. Όσο για τη δήλωση του Ρουστού Αράς στην τουρκική εθνοσυνέλευση θεωρούν ήταν μια ευχή πολιτικού και όχι νομικού χαρακτήρα.
Τι ισχύει για τα Δωδεκάνησα;
Όπως αναφέραμε με τη Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων (1947) παραχωρήθηκαν τα Δωδεκάνησα στην Ελλάδα με τον όρο να είναι αποστρατικοποιημένα. Η Τουρκία ισχυρίζεται ότι αυτό επιβλήθηκε για την ασφάλειά της. Η Ελλάδα από την πλευρά της αντιτείνει ότι το καθεστώς αποστρατικοποίησης, ήταν αποτέλεσμα της διαμάχης μεταξύ Δυτικών και Σοβιετικών εκείνη την εποχή. Πραγματικά, όπως έχουμε αναφέρει σε παλαιότερα άρθρα μας, ο τότε ΥΠΕΞ της ΕΣΣΔ Μολότοφ, ήταν ο τελευταίος που συμφώνησε για την παραχώρηση των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα… Επιπλέον, σύμφωνα με τις ελληνικές θέσεις, η Τουρκία δεν έχει δικαίωμα να επικαλείται τη Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων, καθώς δεν ήταν συμβαλλόμενο μέρος σ’ αυτή. Οι διατάξεις περί αποστρατικοποίησης, αποτελούν συνεπώς για την Τουρκία «res inter alios acta» (πράξη μεταξύ άλλων μερών). Επίσης, σύμφωνα με τη Σύμβαση της Βιέννης (1969) για το Δίκαιο των Συνθηκών, ένα δικαίωμα υπέρ τρίτου κράτους δημιουργείται μόνον όταν όλα τα κράτη που υπογράφουν μια Συνθήκη συμφωνούν σχετικά. Αντίθετα κανένα από τα συμβαλλόμενα στη Συνθήκη των Παρισίων κράτη δεν έχει διαμαρτυρηθεί για τη στρατιωτικοποίηση των Δωδεκανήσων από την Ελλάδα. Το 1975 η Τουρκία είχε απευθυνθεί στις χώρες που υπέγραψαν τη Συνθήκη του 1947 (εκτός από την Ελλάδα), καταγγέλλοντας παραβιάσεις της στα Δωδεκάνησα και καταλήγοντας ότι «εναπόκειται στις κυβερνήσεις των συμβαλλομένων χωρών… να απαιτήσουν από την ελληνική κυβέρνηση να συμμορφωθεί στο πνεύμα και το γράμμα» της Συνθήκης των Παρισίων.
Η Ιταλία με βάση το άρθρο 49 της Συνθήκης των Παρισίων, ήταν υποχρεωμένη να διατηρεί αποστρατικοποιημένα τα νησιά Πιανόζα (Pianosa) στην Αδριατική και Παντελερία (Pantelleria), Λαμπεντούζα (Lambedusa), Λαμπιόνε (Lampione) και Λινόζα (Linosa) στη Μεσόγειο. Τα τρία τελευταία, είναι οι λεγόμενες Πελάγιες Νήσοι. Το 1951, επικαλούμενη ριζική αλλαγή των συνθηκών προχώρησε στον επανεξοπλισμό τους. Η Ελλάδα θεωρεί ότι κάτι ανάλογο ισχύει και για τα Δωδεκάνησα. Η Τουρκία ισχυρίζεται ότι η Ιταλία με έγγραφό της το 1951 ενημέρωσε όλες τις χώρες που είχαν υπογράψει τη Συνθήκη Ειρήνης του 1947 για την πρόθεσή της να επανεξοπλίσει τα νησιά. Σε αυτό συμφώνησαν μόνο 15 από τα 21 κράτη που την είχαν υπογράψει . Επίσης η χώρα μας θεωρεί ότι οι Συνθήκες της Λωζάνης και των Παρισίων στόχευαν στη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας. Άλλωστε η Συνθήκη της Λωζάνης ξεκινά με τη ρητή αναφορά «προς εξασφάλισιν της ειρήνης», ενώ το προοίμιο και το πνεύμα της Συνθήκης των Παρισίων «κινούνται» προς αυτή την κατεύθυνση. Από το 1923 και το 1947 η κατάσταση σύμφωνα με την Ελλάδα, έχει αλλάξει ριζικά.
Η συνέχιση του καθεστώτος αποστρατικοποίησης, θα διευκόλυνε τον τουρκικό επεκτατισμό σε βάρος των νησιών. Η εφαρμογή της ρήτρας «rebus sic stantibus» (η αλλαγή των συνθηκών αλλάζει το συμβόλαιο), είναι ζωτικής σημασίας για τη διαφύλαξη της εδαφικής ακεραιότητας της Ελλάδας. Σημειώνουμε ότι στη Σύνοδο της Βιέννης για τις Διεθνείς Συνθήκες (1969), ο κανόνας του «rebus sic stantibus», έγινε αποδεκτός, παρά τις αντιρρήσεις, ως μέρος του Διεθνούς Δικαίου. Η Τουρκία θεωρεί ότι πρόθεση όσων υπέγραψαν τις Συνθήκες, ήταν να δημιουργήσουν ένα μόνιμο καθεστώς αποστρατικοποίησης, χωρίς αλλαγές.
Νόμιμη άμυνα: τι προβλέπεται στο άρθρο 51 του Χάρτη του Ο.Η.Ε.
Η Ελλάδα αποδέχεται τις υποχρεώσεις της που απορρέουν από τις Συνθήκες της Λωζάνης και των Παρισίων για αποστρατικοποίηση των νησιών, όπως επίσης και ότι από το 1974 άρχισε να εξοπλίζει με ταχείς ρυθμούς τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Ο λόγος για όλα αυτά ήταν η τουρκική εισβολή στην Κύπρο τον Ιούλιο του 1974. Πλέον η πιθανότητα τουρκικής επίθεσης στη Θράκη ή σε κάποιο νησί του Αιγαίου αποτελεί υπαρκτό ενδεχόμενο. Στην επέτειο της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο το 1975, η Τουρκία ίδρυσε στη Σμύρνη την 4 η Στρατιά (Στρατιά Αιγαίου), η οποία βρισκόταν εκτός των σχεδιασμών του ΝΑΤΟ, έχει μεγάλο αριθμό αποβατικών σκαφών και ειδικεύεται στις αμφίβιες επιχειρήσεις. Τέλος, η Τουρκία διατηρεί την απειλή του casus belli σε περίπτωση που η Ελλάδα ασκήσει το νόμιμο δικαίωμα της για επέκταση των χωρικών της υδάτων στα 12 μίλια στο Αιγαίο. Όλα αυτά, οδήγησαν τη χώρα μας να προβεί στις αμυντικές διεργασίες που θα της επιτρέψουν να ασκήσουν, αν χρειαστεί, το δικαίωμα της νόμιμης άμυνας. Αυτό προβλέπεται στο άρθρο 51 του Χάρτη του Ο.Η.Ε και ορίζει τα εξής:
«Καμία διάταξη αυτού του Χάρτη δεν θα εμποδίζει το φυσικό δικαίωμα της ατομικής η συλλογικής νόμιμης άμυνας, σε περίπτωση που ένα Μέλος των Ηνωμένων Εθνών δέχεται ένοπλη επίθεση, ως τη στιγμή που το Συμβούλιο Ασφαλείας θα πάρει τα αναγκαία μέτρα για να διατηρήσει τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια…». Το δικαίωμα της νόμιμης άμυνας έχει χαρακτήρα jus cogens (αναγκαστικού Διεθνούς Δικαίου), άρα υπερτερεί σε σχέση με τυχόν συμβατικές υποχρεώσεις.
Η Τουρκία ναι μεν δέχεται το δικαίωμα της νόμιμης άμυνας στο Διεθνές Δίκαιο, θεωρεί όμως ότι για να μπορέσει να ασκηθεί θα πρέπει πρώτα το κράτος να έχει γίνει στόχος ένοπλης επίθεσης. Στην περίπτωση των νησιών του Αιγαίου, ακόμα και αν το ελληνικό επιχείρημα γίνει αποδεκτό, δεν νομιμοποιεί το δικαίωμα νόμιμης άμυνας. Επιπλέον, σύμφωνα με τον Χάρτη του Ο.Η.Ε., όταν λαμβάνονται μέτρα νόμιμης άμυνας από μια χώρα, αυτό πρέπει να ανακοινώνεται στο Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε., όπως ορίζεται από την επόμενη παράγραφο του άρθρου 51:
«Τα μέτρα που θα παίρνουν τα Μέλη των Ηνωμένων Εθνών κατά την άσκηση αυτού του δικαιώματος της νόμιμης άμυνας θα ανακοινώνονται αμέσως στο Συμβούλιο Ασφάλειας»
Η Τουρκία τέλος υποστηρίζει ότι η λήψη μέτρων νόμιμης άμυνας πρέπει να έχει προσωρινό χαρακτήρα, ενώ η Ελλάδα επικαλούμενη μια αόριστη απειλή προχώρησε σε μόνιμη αλλαγή του νομικού καθεστώτος στο Αιγαίο.
Η προληπτική άμυνα – Τι λένε οι διεθνολόγοι;
Είναι γεγονός ότι η Ελλάδα «οχύρωσε», τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου χωρίς να έχει δεχθεί επίθεση από την Τουρκία. Όμως οι γεωγραφικές συνθήκες της περιοχής (μεγάλη απόσταση των νησιών από την ηπειρωτική Ελλάδα, εγγύτητα με τις μικρασιατικές ακτές), θα είχαν σαν αποτέλεσμα, αν η Ελλάδα δεν στρατιωτικοποιούσε τα νησιά, η Τουρκία να τα καταλάμβανε χωρίς αντίσταση. Η απειλή χρήσης βίας αποτελεί παραβίαση του άρθρου 24 του Χάρτη του O.H.E που είναι θεμελιώδης κανόνας του Διεθνούς Δικαίου. Οι περισσότεροι διεθνολόγοι δέχονται ότι το δικαίωμα απειλής δίνει το δικαίωμα της προληπτικής άμυνας (anticipatory self defence), κάτι που σημαίνει ότι τα κράτη μπορούν να προετοιμαστούν αμυντικά απέναντι σε μια επικείμενη ένοπλη επίθεση, ακόμα και αν αυτή δεν έχει εκδηλωθεί. Το άρθρο 51 του Χάρτη του Ο.Η.Ε. διαφυλάσσει το εθιμικό δικαίωμα της νόμιμης άμυνας που προϋπήρχε του Χάρτη και δεν το περιορίζει. Κριτήρια για την εφαρμογή του είναι η αναγκαιότητα και η αναλογικότητα και όχι η εκδήλωση πραγματικής επίθεσης. Η άποψη αυτή ενισχύθηκε σημαντικά μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11 ης Σεπτεμβρίου 2001 στις Η.Π.Α. οι οποίες διατύπωσαν έπειτα, το δόγμα της προληπτικής αυτοάμυνας (pre-emptive self defence).
Η αποστρατικοποίηση των νησιών του ανατολικού Αιγαίου- Χρονικό τουρκικών αξιώσεων
Το θέμα της αποστρατικοποίησης των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου τέθηκε για πρώτη φορά από την Τουρκία το 1964. Η γειτονική χώρα επανήλθε στο ζήτημα στις ελληνοτουρκικές συναντήσεις τον Απρίλιο και τον Μάιο του 1968 με την αποστολή δύο μνημονίων (Απρίλιος – Μάιος 1969) στα οποία απάντησε η Ελλάδα τον Απρίλιο του 1969 και τον Ιούνιο του 1969 αντίστοιχα. Από τότε ως την τουρκική εισβολή στην Κύπρο (Ιούλιος 1974), το θέμα δεν τέθηκε πάλι. Το 1969 η Τουρκία προχώρησε σε διαμαρτυρία για έργα που γίνονταν στο αεροδρόμιο της Λήμνου, θεωρώντας ότι αυτά παραβίαζαν το καθεστώς αποστρατικοποίησης του νησιού. Η Ελλάδα απάντησε ότι τα έργα προορίζονταν για χρήση από την Πολιτική Αεροπορία, ενώ τα ραντάρ θα χρησιμοποιούνταν από το ΝΑΤΟ.
Το 1972 η Ελλάδα ζήτησε να συμπεριληφθεί η Λήμνος ως βάση του νατοϊκού αεροπορικού στρατηγείου Νοτίου Ευρώπης, η Τουρκία αντέδρασε θεωρώντας ότι το νησί είναι αποστρατικοποιημένο, ενώ η Ελλάδα ανέφερε ότι το καθεστώς αποστρατικοποίησης έληξε με τη Συνθήκη του Μοντρέ.
Το 1964 η Τουρκία διαμαρτυρήθηκε επικαλούμενη πληροφορίες για αποστολή στρατιωτικού προσωπικού και υλικού σε Ρόδο και Κάρπαθο. Η Ελλάδα απέρριψε τις καταγγελίες χαρακτηρίζοντάς τες αβάσιμες. Νέες τουρκικές καταγγελίες για λειτουργία ραντάρ σε Ρόδο, Κάρπαθο και Κω τον Μάιο του 1969, αντικρούστηκαν από την ελληνική πλευρά που απάντησε ότι τα ραντάρ τοποθετήθηκαν για παρακολούθηση του σοβιετικού στόλου.
Η άποψη ότι τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου και τα Δωδεκάνησα εκχωρήθηκαν στην Ελλάδα με την αίρεση της αποστρατικοποίησης, άρχισε να διατυπώνεται από την Τουρκία μετά το 1990. Ως πριν λίγο καιρό, σταματούσε σε αυτό το σημείο. Ωστόσο Τούρκοι νομικοί, όπως ο Husein Pazarci, που υπήρξε προϊστάμενος της νομικής υπηρεσίας του τουρκικού ΥΠΕΞ , οι Kurumahmut και Baseren κ.ά., από το 1997 διατύπωναν την άποψη («μετέωρο επιχείρημα» κατά τον Άγγελο Συρίγο), ότι η αποστρατικοποίηση είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ελληνική κυριαρχία.
Η Τουρκία θεωρεί ότι αν τα νησιά μας αποστρατικοποιηθούν, είτε θα μπορεί να καταλάβει εύκολα, είτε θα καταστήσει τις ελληνικές κυβερνήσεις πιο ευάλωτες σε στρατιωτικές απειλές. Στο συγκεκριμένο θέμα θεωρεί ότι έχει με το μέρος της πολλά στοιχεία διεθνών Συνθηκών.
Όπως αναφέραμε παραπάνω η ελληνική πλευρά θεωρεί ότι το θέμα της στρατιωτικοποίησης των νησιών συνδέεται με το ύπατο δικαίωμα κάθε κράτους να παίρνει μέτρα για τη νόμιμη άμυνά του. Και αυτό το δικαίωμα είναι αδιαπραγμάτευτο! Και η απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης το 1994(του Ανδρέα Παπανδρέου) να εξαιρέσει από την αρμοδιότητα του Διεθνούς Δικαστηρίου οποιαδήποτε διαφορά συνδέεται με στρατιωτικά μέτρα αμυντικού χαρακτήρα που έχουν ληφθεί από την Ελλάδα για λόγους εθνικής άμυνας ήταν απόλυτα ορθή και αποτελεί δείγμα πολιτικής ικανότητας και διορατικότητας…
Βασική πηγή μας για το άρθρο ήταν το βιβλίο του Άγγελου Μ. Συρίγου «Ελληνοτουρκικές σχέσεις», Β’ Έκδοση, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΤΑΚΗ, 2016.
Μιχάλης Στούκας – protothema.gr