1821: Ο ρόλος του παροικιακού ελληνισμού ως ιδεολογικής τροφού της Επανάστασης του 1821 αναδείχθηκε ως το βασικό συμπέρασμα του διεθνούς συνεδρίου με τίτλο «Παροικιακός Ελληνισμός και Ελληνική Επανάσταση» οι εργασίες του οποίου ολοκληρώθηκαν χθες αργά το βράδυ στην Βενετία, στην ιστορική σάλα συνεδριάσεων της Αδελφότητας των Ελλήνων της Βενετίας.
Την άποψη αυτή διατύπωσαν σε στρογγυλή τράπεζα οι καθηγητές του ΑΠΘ Ιάκωβος Μιχαηλίδης, Αθανάσιος Καραθανάσης (ομότιμος), Χρήστος Αραμπατζής καθώς και ο πρέσβης ε.τ. Αλέξανδρος Αλεξανδρής, οι οποίοι ανέλυσαν διάφορες πτυχές της προσφοράς του παροικιακού ελληνισμού στην ιδεολογική προετοιμασία και την υλική συνδρομή για την Επανάσταση.
«Μέσα από τις εισηγήσεις αναλύθηκαν ενδελεχώς η οργάνωση των κοινοτήτων της διασποράς και η σχέση τους με τον υπόδουλο ελληνισμό. Παρουσιάστηκαν οι θέσεις και αντιθέσεις μεταξύ των μελών τους σχετικά με την έναρξη της Επανάστασης οι οποίες στην περίπτωση που δεν ήταν θετικές δεν είχαν να κάνουν με το γεγονός της ανεξαρτησίας αλλά με το πότε και το πού» δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Βασίλης Κουκουσάς, ο πρόεδρος του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών, που οργάνωσε το συνέδριο.
Όπως αναφέρθηκε στο συνέδριο, επτά πόλεις και περιοχές της Ιταλίας – εκτός από την Βενετία και την Τεργέστη – συνέβαλαν στην προετοιμασία για την Επανάσταση. Κέντρο των επαναστατικών ζυμώσεων ήταν η Πίζα, στο μεγάλο Δουκάτο της Τοσκάνης, όπου η ελληνική παρουσία, με υψηλό πνευματικό επίπεδο και Έλληνες σπουδαστές του πανεπιστημίου πυρήνα, είχε δημιουργήσει κυψέλη ριζοσπαστικών ιδεών σε εξέλιξη.
Η Πίζα ήταν αυτή που ουσιαστικά έδωσε την πολιτική γραμμή στον Αγώνα αλλά και πρόσωπα του βάρους του Μαυροκορδάτου.
Σε στενή σχέση με τον Κύκλο της Πίζας τελούσε η ελληνική κοινότητα του Λιβόρνου, σταυροδρόμι χρήματος, ιδεών και ανθρώπων. Παρουσιάστηκε η συμβολή της στην Επανάσταση εκκινώντας από τη μελέτη της λειτουργίας της παροικίας σε τρία θεσμικά επίπεδα: τη Συναδελφότητα, την κοινότητα και την εκκλησία της Αγίας Τριάδας. Η διαμόρφωση της ταυτότητας των μελών της κοινότητας συμπορεύτηκε με τη συνειδητή επιλογή έμπρακτης συμβολής στην υπόθεση της επανάστασης: το αίσθημα της κοινής καταγωγής, η γλώσσα και η γεωγραφική προέλευση υπαγόρευσαν δράσεις για τη διατήρηση του αισθήματος ταυτότητας στους νεότερους, τη χρηματοδότηση φιλελεύθερων εκδόσεων, την τόνωση του φιλελληνικού πνεύματος.
Οι ιδέες του ευρωπαϊκού διαφωτισμού και του φιλελευθερισμού διακινούνταν και μέσω της διαμόρφωσης επαγγελματικής ταυτότητας που απαιτούσε ισχυρή συνοχή από τα μέλη της. Τέτοια σημαντική επαγγελματική συντεχνία, που έδρασε κυρίως στη Βενετία στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, ήταν αυτή των καποτάδων – των κατασκευαστών και εμπόρων μάλλινων καπών – προερχόμενων κυρίως από την Ήπειρο. Στο συνέδριο παρουσιάστηκε ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της συντεχνίας, ο Γεώργιος Τουρτούρης, που ανασυγκρότησε τα δίκτυα, τις ιδεολογικές αναζητήσεις και τις στρατηγικές των προσώπων που υπερέβαιναν την επαγγελματική τους λειτουργία και συμμετείχαν στη διαμόρφωση των όρων δημιουργίας του νεοελληνικού κράτους.
Νέα στοιχεία, που ανατρέπουν την υποτιθέμενη αδράνεια της Ελληνικής Αδελφότητας Βενετίας, ανέδειξε εισήγηση που αφορούσε στη συνδρομή της σε πρόσφυγες από την Κύπρο, που συμπεριλαμβάνονταν στους προγραμμένους, στο πλαίσιο των Οθωμανικών αντιποίνων για την προετοιμασία εξέγερσης στη μεγαλόνησο, το καλοκαίρι του 1821.
Πέρα από τη Βενετία, η Οδησσός και η Τεργέστη ηγήθηκαν στο φιλελληνικό κίνημα. Κίνημα ιδιαίτερα δυναμικό, που συμμετείχε ενεργά στον αγώνα, μέτρησε απώλειες και ενίοτε συγκρούστηκε με τον Κύκλο της Πίζας, στη διαδικασία ανάπτυξης του ιδεολογικού καλειδοσκοπίου της Επανάστασης.
Στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, νευραλγικό χώρο για τη ελληνική παρουσία, ιδίως του Κωνσταντινουπολίτικου ελληνισμού, δημιουργήθηκαν συνθήκες για το ξέσπασμα της Επανάστασης, αλλά όχι στο επίπεδο των συνεργειών με τον τοπικό πληθυσμό.
Σημείο αναφοράς για την Επανάσταση είναι το οικονομικό κέντρο της Ευρώπης, η σημαντικότερη ελληνική παροικία από το τέλος του 18ου αιώνα και μετά: η Βιέννη.
Αναφορά έγινε και στο δίπολο Κωνσταντινούπολη-Αθήνα, στις επιλογές που εξακολουθούν, σε ένα βαθμό, να ποδηγετούν την ελληνική σκέψη σε σχέση με τα ιστορικά ενδεχόμενα και τις πολιτικές, εκκλησιαστικές, ιδεολογικές επιλογές.
Το συνέδριο ακολούθησε τα βήματα των φυγάδων της Κωνσταντινούπολης μετά το ξέσπασμα του Αγώνα, στις προσωπικές συνέπειες που είχε η συμμετοχή σε αυτόν, για πρόσωπα όπως ο Κωνσταντίνος Οικονόμου του εξ Οικονόμων.
Διαπιστώθηκε επίσης ότι οι έμποροι και οι λόγιοι, η πλειονότητα των στελεχών του παροικιακού ελληνισμού, συνέδραμαν ηθικά και υλικά το επαναστατικό φαινόμενο στον ελλαδικό χώρο και όχι μόνο. Διαπιστώθηκε διαφοροποίηση μεταξύ των παροικιών της Ευρώπης και της Ρωσίας.
Εξετάστηκαν επίσης λόγοι για τους οποίους άλλες κοινότητες ενίσχυσαν περισσότερο και άλλες λιγότερο τους επαναστατημένους Έλληνες. Οι λόγοι ήταν οικονομικοί, προσωπικοί, φυσικά σχετίζονταν με την πολιτική των κυβερνήσεων των χωρών στις οποίες ήταν εγκατεστημένα τα μέλη τους.
Η σχέση των παροικιών με την πατρίδα είχε να κάνει αρχικά με την ενίσχυση των τόπων καταγωγής των μελών της, ιδέα που σταδιακά μετατράπηκε σε ενίσχυση και στήριξη της Ελλάδας, μετά την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους.