Ο Παύλος Ντε Γκρες είναι, όπως λέμε, «μια περίπτωση». Σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση της GPO, η αποδοχή στο πρόσωπό του φτάνει το 31,5%.
Του Παντελή Χαριτάκη
Ένα ποσοστό όχι απλώς αξιοπρόσεκτο, αλλά και σχεδόν παράδοξο, αν αναλογιστεί κανείς πως πάνω από το 60% των πολιτών δηλώνει πως βλέπει θετικά ή μάλλον θετικά την κατάργηση της βασιλείας («Το Βήμα» – Ιούλιος 2024).
Δεν τον θέλουμε βασιλιά —αυτό μοιάζει να έχει ξεκαθαριστεί— αλλά ίσως τον θέλουμε κοντά μας. Ως πρόσωπο οικείο, ως «ευγενή» παρουσία. Ίσως επειδή φαίνεται καλοσυνάτος. Ίσως γιατί εκπέμπει εκείνη τη διακριτική γοητεία του ανθρώπου που μεγάλωσε αλλιώς αλλά δεν επιβάλλεται. Ίσως πάλι επειδή —όπως είπε και ο δήμαρχος Ανατολικής Μάνης Πέτρος Ανδρεάκος— «οι τίτλοι δεν πεθαίνουν και ακολουθούν τον άνθρωπο σε όλη του τη ζωή».
Ο Παύλος δεν φαίνεται να ψάχνει τίτλους, τουλάχιστον όχι φανερά. Όπως δήλωσε στον ANT1, «το όνομά μου είναι ξεκάθαρο, το πώς με αποκαλεί ο καθένας είναι άλλο θέμα». Κι όμως, αυτό το «ξεκάθαρο» περιπλέκεται όταν το όνομα υποκρύπτει ιστορία, συμβολισμούς, και, κυρίως, ερμηνείες.
Όπως τόνισε ο καθηγητής Νομικής του ΕΚΠΑ Πάνος Λαζαράτος, η επιλογή του επιθέτου «Ντε Γκρες» δεν είναι απλή υπόθεση. Ο ίδιος κατέθεσε αίτηση θεραπείας θεωρώντας την υιοθέτηση του επιθέτου αντισυνταγματική. Όχι τόσο για το ίδιο το όνομα, αλλά για το υπονοούμενο που φέρει: πως υπάρχει ανάμεσα στις λέξεις ένα αόρατο «της Ελλάδος», ένας θρόνος άδειος, αλλά πάντα εκεί.
Οι τοπικοί άρχοντες της Μάνης προσφωνούσαν τον Παύλο «πρίγκιπα» και «υψηλότατο», κι εκείνος δεν τους διέκοψε. Δεν αρνήθηκε. Δεν διόρθωσε. Έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε, όπως θα έλεγε και ο Πιραντέλο.
Το ερώτημα είναι αν το 31,5% που του δείχνει αποδοχή συγκινείται από το lifestyle και την αίγλη ή ελκύεται από μια υποδόρια επιστροφή σε «αρχοντικά» σχήματα, ειδικά σε μια εποχή που τα ακροδεξιά κόμματα σημειώνουν άνοδο. Η στροφή σε πρόσωπα με «βαρύ» όνομα μπορεί να φαντάζει, για κάποιους, λύση στα υπαρξιακά κενά μιας χώρας που ψάχνει αφήγημα.
Ο Παύλος λέει πως «θέλει να ζει σαν κάθε άλλος». Αλλά πώς να είσαι «κάθε άλλος» όταν έχεις υπάρξει «ο ένας»; Όταν τα βλέμματα σε βαραίνουν; Όταν η ιστορία της χώρας γράφτηκε —εν μέρει— και πάνω στο επώνυμό σου;
Μπορεί λοιπόν ο Παύλος να είναι ό,τι βλέπει κανείς σ’ αυτόν. Μπορεί να είναι απλώς ένας άνθρωπος που μεγάλωσε αλλιώς και προσπαθεί να σταθεί σε έναν κόσμο που έχει αλλάξει. Ίσως είναι ώρα να τον βλέπουμε λιγότερο ως πρίγκιπα και περισσότερο ως άνθρωπο. Ή έστω, να του δώσουμε τον χώρο να γίνει αυτό.
Αν το θέλει πραγματικά.