«Κεραυνοβολούν» οι εισαγγελείς με πολύ σκληρούς χαρακτηρισμούς τον νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης με το οποίο, μεταξύ των άλλων, αποφυλακίζεται στο πλαίσιο της αποσυμφόρησης των φυλακών της χώρας, μεγάλος αριθμός κρατουμένων.
Σύμφωνα με την Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος το επίμαχο νομοσχέδιο, ακυρώνει σωρεία ποινικών δικαστικών αποφάσεων, κάτι που καταδεικνύει ότι η Πολιτεία δεν σέβεται τους νόμους. Παράλληλα το κράτος επιβραβεύει τους δράστες που έχουν διαπράξει αδικήματα, ακόμη και κακουργήματα, ενώ το βασικότερο από όλα -σύμφωνα με την Ένωση Εισαγγελέων- είναι ότι διακινδυνεύεται η δημόσια τάξη και ασφάλεια.
Δεν παραλείπουν οι εισαγγελείς να τονίσουν ότι ορισμένες από τις διατάξεις του επίμαχου νομοσχεδίου διευκολύνουν την εγκληματική δράση, ενώ οι διατάξεις που αφορούν την αποφυλάκιση ανηλίκων «παραπέμπουν μάλλον σε πρόθεση συλλήβδην αμνήστευσης».
Ειδικότερα, το Διοικητικό Συμβούλιο της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος με αφορμή την προώθηση προς ψήφιση εκ μέρους του υπουργείου Δικαιοσύνης του νομοσχεδίου «μεταρρυθμίσεις ποινικών διατάξεων, κατάργηση των καταστημάτων κράτησης Γ’ τύπου κ.ά. διατάξεις», επισημαίνει ότι «οι νομοθετικές μεταρρυθμίσεις που εξαντλούνται στην επιθυμία «αποσυμφόρησης των καταστημάτων κράτησης» και, μάλιστα, μέσω «εκτάκτων μέτρων», εγγράφονται στη χορεία των ευκαιριακών, αποσπασματικών και ξένων –τελικά- με το ποινικό δόγμα ρυθμίσεων, στις οποίες η Πολιτεία δια των ετών επιδεικνύει ιδιαίτερη προτίμηση».
Ο υπερπληθυσμός των φυλακών, σημειώνουν οι εισαγγελείς, «αποτελεί προφανώς μείζον πρόβλημα, τούτο όμως δεν μπορεί να επιλύεται με την αυθαίρετη νομοθετική μείωση του χρόνου πραγματικής έκτισης της ποινής και, συνακόλουθα, με τη γενικευμένη, χωρίς εξαιρέσεις ελευθέρωση καταδικασθέντων για εγκλήματα κάθε βαθμίδας και βαρύτητας, η οποία:
1) ισοδυναμεί με ακύρωση των δικαστικών αποφάσεων που τις επέβαλαν in casu, επί τη βάσει συγκεκριμένων πραγματικών και νομικών δεδομένων,
2) αναιρεί το γενικό και ειδικό προληπτικό αποτέλεσμα της επιβληθείσας ποινής,
3) αποδομεί το σχήμα της επιβολής τιμωρίας δίκαιης και ανάλογης με το έγκλημα που τέλεσε ο δράστης, τον οποίο -εν τέλει- επιβραβεύει για λόγους που συναρτώνται με μόνη την παροιμιώδη αδυναμία της Πολιτείας να εξασφαλίσει τα στοιχειώδη μέσα και τις υποδομές αντιμετώπισης της εγκληματικότητας,
4) είναι δυνατόν να εγείρει ζητήματα διακινδύνευσης της δημόσιας τάξης, στο μέτρο που χωρίς εξαιρέσεις, συνδεόμενες με τη βαρύτητα του εγκλήματος, προβλέπει γενική ελευθέρωση των κρατουμένων ενώ, τέλος,
5) ενισχύει την εντύπωση μιας Πολιτείας που λειτουργεί με ασυνέχεια, αυτοαναιρούμενη και μη σεβόμενη τους νόμους που η ίδια θέσπισε, στο ευαίσθητο, μάλιστα, πεδίο του ποινικού φαινομένου».
Όπως επισημαίνει η Ένωση, «ο νομοθέτης οφείλει να αναλογιστεί εν προκειμένω, εάν η αιτία της συμφόρησης των καταστημάτων κράτησης οφείλεται σε αξιόλογο βαθμό στην καταχρηστική πρόβλεψη ποινικών κυρώσεων και ειδικών ποινικών διαδικασιών εκ μέρους της εκτελεστικής εξουσίας, για την εξυπηρέτηση συχνά σκοπών άσχετων με την ποινική παράβαση καθαυτή, ώστε η όποια ρεαλιστική πολιτική αντιμετώπισής της, θα έπρεπε προ παντός να περιλάβει τη χρηστή, συνεπή, συστηματικά οργανωμένη και δογματικά ανθεκτική ποινική νομοθέτηση».
Αναφορικά με το σκέλος εκείνο του νομοσχεδίου που αφορά την αποφυλάκιση των ασθενών κρατουμένων, οι εισαγγελείς υπογραμμίζουν ότι «παρά τον ανθρωπισμό που διαπνέει μείζον μέρος των προς ψήφιση διατάξεων, όσον αφορά στην απόλυση καταδίκων ασθενών (από ορισμένες νόσους) ή αναπήρων (ορισμένων ποσοστών), είναι αμφίβολο εάν ένας τέτοιος «à la carte» ανθρωπισμός μπορεί να αποτελέσει επιστημονικά αποδεκτό κριτήριο επιεικούς μεταχείρισης κατηγοριών καταδίκων, καθό μέρος:
α) διασπά τη σύνδεση μεταξύ της πράξης τους και του σκοπού που τάχθηκε να υπηρετήσει η ποινή που τους επιβλήθηκε,
β) δεν αφήνει περιθώριο εξατομικευμένης εξέτασης της εκάστοτε περίπτωσης από τη δικαστική αρχή και
γ) παρίσταται –στο μέτρο που βασίζεται σε μονομερή, γενική πρόκριση ηλικιακών μεγεθών ή άλλων αξιολογήσεων (ασθενείας ή αναπηρίας) χωρίς καμία εξαίρεση συναρτώμενη με τη βαρύτητα της πράξης- ως μη ενταγμένος στο ποινικό δόγμα, που απαιτεί την επιβολή και έκτιση της κύρωσης σε ατομικό, εξατομικευμένο και μη διεπόμενο από γενικά χαρακτηριστικά πλαίσιο».
Ως προς αποφυλάκιση των ανηλίκων αλλά και τον καθορισμό των προϋποθέσεων εγκλεισμούς τους, η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος, τονίζει ότι παρά το γεγονός ότι με το επίμαχο νομοσχέδιο προωθούνται «ρυθμίσεις σχετικά με τους ανήλικους παραβάτες, αποβλέπουσες στην άμβλυνση των συνεπειών της ποινικής μεταχείρισής τους και στην κοινωνική ενσωμάτωσή τους, σύμφωνα με τα διεθνή κείμενα, παραβλέπεται ο υπαρκτός κίνδυνος της εκμετάλλευσης αυτής ακριβώς της (αδικαιολόγητα επιεικούς, ιδίως για τα κακουργήματα που επισύρουν βαρείες ποινές πλην της ισόβιας κράτησης) μεταχείρισης, από ένα κύκλο ατόμων που έχει διαπιστωθεί ότι ενεργούν οργανωμένα, είτε χρησιμοποιώντας ανηλίκους, είτε εμφανιζόμενοι αυτοί ως ανήλικοι –όντες αλλοδαποί ενήλικοι- διαπράττοντες μείζονος κοινωνικής απαξίας αδικήματα».
Και υπογραμμίζουν με έμφαση οι εισαγγελείς: «Ορισμένες από τις προωθούμενες διατάξεις παρίστανται να διευκολύνουν μια τέτοια αμιγώς εγκληματική και σχεδιασμένη δράση».
Ακόμη, η Ένωση επισημαίνει ότι οι «γενικές ρυθμίσεις» του επίμαχου νομοσχεδίου «παραπέμπουν μάλλον σε πρόθεση συλλήβδην «αμνήστευσης» και όχι εξατομικευμένης εξέτασης της παραβατικής συμπεριφοράς (διαπιστωμένων και μη) ανηλίκων».
Τέλος, η Ένωση Εισαγγελέων καταλήγει ότι «με λύπη καταγράφει ότι κατά τη διαδικασία σύνταξης και αυτού του σχεδίου νόμου δεν ζητήθηκε η συνεισφορά ή οι παρατηρήσεις του εισαγγελικού κλάδου, ενώ και η βραχεία προθεσμία δημόσιας διαβούλευσης επ’ αυτού δεν επαρκεί για την ανάδειξη του σταδίου αυτού, ως ουσιαστικού».