Στο υψηλότερο επίπεδο από τον Απρίλιο του 2020 εκτοξεύεται το κόστος δανεισμού του ελληνικού δημοσίου, εν μέσω της μαζικής στροφής των κεντρικών τραπεζών προς μια πιο σφιχτή νομισματική πολιτική, η οποία περιλαμβάνει υψηλότερα επιτόκια.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η απόδοση του 10ετούς ομολόγου της Ελλάδας ενισχύεται σήμερα κατά σχεδόν 20 μονάδες βάσης και διαμορφώνεται στο 2,062, το υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων σχεδόν δύο ετών.
Μάλιστα, η άνοδος σε σχέση με πέρυσι καθορίζεται κοντά στο 200%, καθώς τον Φεβρουάριο του 2021 η απόδοση δεν ξεπερνούσε το 0,7%, ως απόρροια των μηδενικών επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ).
Ωστόσο, το πρόβλημα δεν είναι ελληνικό, καθώς εκτείνεται σε όλη τη Γηραιά Ήπειρο. Ενδεικτικά η απόδοση του γερμανικού 10ετούς ομολόγου επέστρεψε εκ νέου σε θετικό έδαφος, με το κόστος δανεισμού να αγγίζει το 0,2%.
Αντίστοιχη είναι η εικόνα και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές αγορές:
Αυστρία 0,48% (άνοδος 5,6 μονάδων βάσης)
Κύπρος 1,18% (άνοδος 16 μονάδων βάσης)
Γαλλία 0,64% (άνοδος 5 μονάδων βάσης)
Ιρλανδία 0,72% (άνοδος 5,9 μονάδων βάσης)
Μάλτα 1,08% (άνοδος 12 μονάδων βάσης)
Ολλανδία 0,34% (άνοδος 5,7 μονάδων βάσης)
Πορτογαλία 0,95% (άνοδος 7,4 μονάδων βάσης)
Ιταλία 1,71% (άνοδος 6,8 μονάδων βάσης)
Ισπανία 1,03% (άνοδος 8 μονάδων βάσης)
Την ίδια ώρα, τα ελληνικά spreads, δηλαδή η απόκλιση της απόδοσης σε σχέση με την απόδοση του 10ετούς γερμανικού ομολόγου, καθορίζεται στις 186,7 μονάδες βάσης.
Η παραπάνω εικόνα συνιστά απόρροια της μαζικής στροφής των κεντρικών τραπεζών προς μια πιο ομαλή νομισματική πολιτική, λόγω της ανάγκης τιθάσευσης του υψηλού πληθωρισμού.
Η Τράπεζα της Αγγλίας ανακοίνωσε χθες τη δεύτερη διαδοχική αύξηση επιτοκίων (0,5%), μια κίνηση που συμβαίνει για πρώτη φορά από το 2004 και που στοχεύει στην ανακοπή των πληθωριστικών πιέσεων.
Την ίδια ώρα, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, όπως όλα δείχνουν, θα προβεί στην πρώτη αύξηση επιτοκίων τον προσεχή Μάρτιο, βάζοντας τέλος στην πολιτική των μηδενικών επιτοκίων, η οποία είχε εφαρμοστεί κατά τη διάρκεια της πανδημικής κρίσης.
Από την πλευρά της, η ΕΚΤ άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο μιας αλλαγής της επιτοκιακής πολιτικής, διευκρινίζοντας ότι κάτι τέτοιο θα ξεκινήσει να συζητείται από τον επόμενο μήνα. Άλλωστε, κατά παράδοση η Φρανκφούρτη πάντα περιμένει να δράσει πρώτη η Ουάσιγκτον.
Οι αναλυτές της Bank of America προβλέπουν τώρα ότι η πρώτη αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ θα γίνει τον Σεπτέμβριο και θα ακολουθηθεί από μία δεύτερη κίνηση τον Δεκέμβριο του 2022, η κάθε μία από 25 μονάδες βάσης.
Στο ίδιο μήκος κύματος, η Goldman Sachs αναμένει επίσης δύο επιτοκιακές αυξήσεις μέσα στο 2022 κατά 25 μονάδες βάσης. Σύμφωνα με την αμερικανική επενδυτική τράπεζα, αυτές θα έρθουν τον Σεπτέμβριο και τον Δεκέμβριο.
Για αύξηση των επιτοκίων τον Δεκέμβριο μιλά και η JP Morgan.
Η Barclays, από την πλευρά της, δεν πιστεύει ότι η ΕΚΤ θα προχωρήσει σε αύξηση των επιτοκίων μέσα στο 2022, αλλά θεωρεί ότι θα περιμένει έως τον Μάρτιο του 2023 για αποδείξεις ότι οι μισθολογικές αυξήσεις στηρίζουν την παραμονή του πληθωρισμού στο 2% μεσοπρόθεσμα.