Οι εξελίξεις στην αγορά χρήματος είναι ενθαρρυντικές και τα μηνύματα ότι μπορεί να αυξηθεί η ρευστότητα στην αγορά πολλαπλασιάζονται. Η μεγάλη πτώση των επιτοκίων για 10ετή ομόλογα, που πλέον βρίσκονται στο 1,4%, όταν πριν από τις εκλογές κινούνταν σε επίπεδα άνω του 3%, συμπαρασύρει καθοδικά και το κόστος δανεισμού μεγάλων εταιριών και τραπεζών.
Ετσι, ο ΟΤΕ εξέδωσε 7ετές ομόλογο με επιτόκιο 1%, ενώ ανάλογες εκδόσεις ετοιμάζουν και άλλες μεγάλες επιχειρήσεις. Επιπλέον, δεκάδες εισηγμένες εταιρίες, μεταξύ των οποίων και οι τράπεζες, που αποτελούν το βαρύ χαρτί του Χρηματιστηρίου, συμμετέχουν σε διάφορες εκδηλώσεις-παρουσιάσεις στο Λονδίνο, όπου το επενδυτικό ενδιαφέρον αναθερμαίνεται.
Ολα αυτά σημαίνουν ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει για την Ελλάδα προς τη σωστή κατεύθυνση. Οτι δηλαδή αρχίζει να δημιουργείται κλίμα εμπιστοσύνης για τις δυνατότητες που έχει η ελληνική οικονομία, κάτι το οποίο συνιστά ταυτόχρονα θετική ψήφο στη νέα οικονομική πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Το ζητούμενο είναι το χαμηλό κόστος δανεισμού να μπορέσει να φθάσει και στις μικρομεσαίες ελληνικές επιχειρήσεις. Οπως επίσης και η αγορά στεγαστικών δανείων να ανοίξει, χωρίς βεβαίως τις υπερβάσεις και τις ακρότητες του παρελθόντος, αλλά να εξυπηρετεί τις πραγματικές στεγαστικές ανάγκες που έχει η κοινωνία.
Ηδη, η αγορά ακινήτων έχει αρχίσει να εμφανίζει σημάδια ανάκαμψης, καθώς το τελευταίο διάστημα παρατηρείται αύξηση της ζήτησης και, εφόσον δεν υπάρξει κάποια αναζωπύρωση της κρίσης σε διεθνές επίπεδο, είναι μαθηματικά βέβαιο ότι η ελληνική οικονομία, υπό τις ευνοϊκές συνθήκες που διαμορφώνονται και από τη νέα φορολογική πολιτική, θα καταφέρει να πετύχει το δικό της αναπτυξιακό θαύμα.
Με τη μείωση της φορολογίας για επιχειρήσεις και νοικοκυριά, την έμφαση στις επενδύσεις και την άρση των γραφειοκρατικών εμποδίων, ο στόχος της ανάπτυξης γίνεται εφικτός. Οι αγορές δίνουν ψήφο εμπιστοσύνης με τη μείωση των επιτοκίων και είναι χρέος της κυβέρνησης να περάσει το ευνοϊκό κλίμα και στην πραγματική οικονομία.