Κυρίες και κύριοι Μέτοχοι,
Αγαπητοί προσκεκλημένοι,
Σήμερα κάνουμε για δεύτερη συνεχή χρονιά τη γενική μας συνέλευση κάτω από συνθήκες πανδημίας. Παρόλο, που αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε μπροστά σε ένα τέταρτο και γρήγορα μεταδιδόμενο κύμα COVID, ο τρόπος με τον οποίο σήμερα διαβάζουμε το μέλλον είναι αρκετά διαφορετικός σε σχέση με πέρυσι.
Πριν ένα χρόνο, η αβεβαιότητα ήταν σίγουρα μεγαλύτερη γιατί δεν γνωρίζαμε πόσο προσωρινή μπορεί να είναι αυτή η κατάσταση.
Ο παράγων που φέτος κάνει τη διαφορά είναι η γρήγορη δημιουργία αποτελεσματικών εμβολίων, τα οποία αποτελούν το σημαντικότερο όπλο μας κατά της πανδημίας. Παράλληλα με αυτά όμως, σήμερα λειτουργούν και παράγοντες οι οποίοι καθιστούν το τέλος της πανδημίας πιο σταδιακό.
Σε αυτούς τους παράγοντες περιλαμβάνονται: η κόπωση από την κοινωνική αποστασιοποίηση και την τήρηση των μέτρων προστασίας, η διστακτικότητα σημαντικού τμήματος του πληθυσμού να εμβολιαστεί, η έλλειψη ακόμη ικανών ποσοτήτων εμβολίων για να επιτευχθεί ικανοποιητικό επίπεδο ανοσίας σε παγκόσμιο επίπεδο. Σε κάθε περίπτωση όμως, έστω και με αυτή τη σταδιακότητα, τα εμβόλια καθιστούν προσωρινή την τρέχουσα κρίση, το οποίο επηρεάζει σημαντικά τη λήψη αποφάσεων και την επάνοδο της οικονομίας σε μια νέα κανονικότητα.
Η πανδημία του κορωνοϊού υπήρξε η μεγαλύτερη εξωγενής διαταραχή για την παγκόσμια οικονομία στη μεταπολεμική περίοδο. Το 2020, το παγκόσμιο ΑΕΠ σημείωσε τη μεγαλύτερη πτώση των τελευταίων 70 ετών τουλάχιστον, ενώ στην Ευρωζώνη η πανδημία ανέκοψε την αναπτυξιακή πορεία της με το πραγματικό ΑΕΠ το 2020 να συρρικνώνεται κατά 6,5%.
Στη χώρα μας, έπειτα από μια πολυετή κρίση χρέους που είχε ως αποτέλεσμα το πραγματικό ΑΕΠ στην Ελλάδα το 2019 να υπολείπεται κατά 23,5% σε σύγκριση με την κορυφή του 2007 και σε κατά κεφαλήν όρους να είναι δυστυχώς το 3ο χαμηλότερο ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ-27, η ελληνική οικονομία εισήλθε εκ νέου σε ύφεση το 2020, λόγω της πανδημίας. Η συρρίκνωση του πραγματικού ΑΕΠ στην Ελλάδα το 2020 διαμορφώθηκε στο -8,2% σε ετήσια βάση που, αν και ήταν η 3η μεγαλύτερη ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ-27, εντούτοις αποδείχτηκε ηπιότερη του αναμενομένου λόγω: της σημαντικής κρατικής παρέμβασης που εκδηλώθηκε με δημοσιονομικά μέτρα, της διευκολυντικής κατεύθυνσης της νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ, αλλά και της στήριξη ρευστότητας από την πλευρά του τραπεζικού συστήματος.
Οι τράπεζες σε όλο το 2020 συνέχισαν να πιστοδοτούν την πραγματική οικονομία με τη στήριξη των προγραμμάτων που διαχειρίζεται η Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα. Ο τραπεζικός κλάδος αξιοποίησε σε μεγάλο βαθμό τα κυβερνητικά μέτρα στήριξης των πληγέντων από την πανδημία και με δική του πρωτοβουλία εισήγαγε τη δυνατότητα αναστολής δόσεων των δανείων (morratorria), με τα δάνεια που χρησιμοποίησαν αυτή τη δυνατότητα να φτάνουν τα 27,6 δισ. Ο συνδυασμός όλων αυτών των μέτρων στήριξε σε μεγάλο βαθμό τους δανειολήπτες μέχρι τώρα, ενώ με την επαναφορά της οικονομικής δραστηριότητας και την απόσυρση των μέτρων στήριξης θα πρέπει να συγκρατηθεί ο όγκος των νέων Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων σε χαμηλά επίπεδα.
Οι τελευταίοι μήνες του 2020 και οι πρώτοι του 2021 χαρακτηρίστηκαν από την εκ νέου εφαρμογή περιοριστικών μέτρων για την συγκράτηση του 2ου και του 3ου κύματος της πανδημίας. Παρά ταύτα, η ελληνική οικονομία επέδειξε ανθεκτικότητα και το 1ο τρίμηνο 2021 το πραγματικό ΑΕΠ ενισχύθηκε σε τριμηνιαία βάση κατά 4,4%, ενώ, βάσει των δημοσιευθέντων δεικτών οικονομικής συγκυρίας και προσδοκιών, η εικόνα που σχηματίζεται για την πορεία της ελληνικής οικονομίας το 2ο τρίμηνο 2021 είναι θετική.
Για φέτος και του χρόνου η πλειοψηφία των προβλέψεων συγκλίνουν σε μία αύξηση του ΑΕΠ κατά 4-5% και 5-6% αντίστοιχα. Αυτό σημαίνει πως δύο χρόνια μετά το ξέσπασμα της πανδημίας θα αναπληρωθούν σε σημαντικό βαθμό οι απώλειες λόγω COVID σε όρους ΑΕΠ. Η ανεργία επίσης, μετά από μια προσωρινή αύξηση το 2021, αναμένεται να μειωθεί περαιτέρω το 2022 και 2023, ενώ ο πληθωρισμός θα αλλάξει πρόσημο, από αρνητικό σε θετικό, από το δεύτερο εξάμηνο του 2021.
Είναι πολύ σημαντικό πως σχετικά γρήγορα η ελληνική οικονομία αναπληρώνει τις απώλειες στο ΑΕΠ λόγω COVID. Επειδή όμως η χώρα μας βγαίνει από τρεις διαδοχικές κρίσεις τα τελευταία δώδεκα χρόνια με μεγάλες απώλειες σε όρους εισοδήματος, απασχόλησης και κοινωνικής συνοχής, μεγάλη σημασία έχουν οι προοπτικές που διαγράφονται τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα. Όπως ήδη δείχνουν και οι σχετικοί δείκτες προσδοκιών, υπάρχει μια αισιοδοξία για το μέλλον. Φαίνεται πως σταδιακά η χώρα μεταβαίνει από μια σειρά «κακών» ή «μέτριων» ετών σε μια σειρά «καλών ετών», για μια σειρά από λόγους.
Έτσι, μετά από τρία μνημόνια, και παρά τις δυσκολίες υλοποίησής τους, έγιναν μια σειρά από μεταρρυθμίσεις οι οποίες δημιούργησαν ένα αναπτυξιακό δυναμικό το οποίο δεν έχει αποδώσει ακόμη, ενώ η υπερ-δεκαετής κρίση έχει δημιουργήσει επενδυτικές ευκαιρίες λόγω χαμηλών αποτιμήσεων, οι οποίες δεν έχουν αξιοποιηθεί επαρκώς ακόμη. Σημαντικός παράγοντας στην χαμηλή αξιοποίηση αυτών των πλεονεκτημάτων έχει υπάρξει το έλλειμμα αξιοπιστίας που συνόδευε για χρόνια τη χώρα και ο χαρακτηρισμός της ως “special case country” («ειδική περίπτωση χώρας»), ο οποίος αύξανε το risk premium για επενδύσεις σε αυτή. Η επάνοδος όμως στην πολιτική σταθερότητα, η συνέχιση κάποιων μεταρρυθμίσεων και ο τρόπος αντιμετώπισης της υγειονομικής κρίσης βελτιώνουν την αξιοπιστία της χώρας και αποκλιμακώνουν τον κίνδυνο δραστηριοποίησης σε αυτή.
Οι θετικές προοπτικές σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα για την ελληνική οικονομία ενισχύονται σημαντικά από δύο παράγοντες οι οποίοι μπορούν να λειτουργήσουν ως καταλύτες για γρήγορη ανάπτυξη και με διάρκεια. Πρόκειται κατ’ αρχάς για τους πρόσθετους πόρους από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ) υπό μορφή επιχορηγήσεων και δανείων, το οποίο μαζί με το νέο ΕΣΠΑ δημιουργούν για την επόμενη επταετία ένα τεράστιο επενδυτικό πρόγραμμα γύρω στα 10 δις ευρώ ετησίως. Για το 2021 μάλιστα, οι εκταμιεύσεις από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας αναμένονται γύρω στα €7,5 δις, εκ των οποίων τα €4 δις αποτελούν προκαταβολή. Ένα τέτοιο επενδυτικό πρόγραμμα μπορεί να βοηθήσει πολύ στο κλείσιμο του τεράστιου ελλείμματος επενδύσεων που υπάρχει αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα, καθώς οι επενδύσεις παγίων φτάνουν μόλις στο 11% του ΑΕΠ και το οποίο πρέπει να διπλασιαστεί προκειμένου να έχουμε διατηρήσιμη ανάπτυξη.
Ο δεύτερος σημαντικός παράγοντας για μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη είναι η εξυγίανση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος το οποίο, εφόσον ολοκληρωθούν με επιτυχία οι τιτλοποιήσεις που έχουν δρομολογηθεί, θα έχει σε ένα χρόνο περίπου από σήμερα μονοψήφιο ποσοστό Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων (ΜΕΑ), ενώ ήδη διαθέτει μεγάλη ρευστότητα και ικανοποιητικά κεφάλαια. Έτσι θα μπορέσει να χρηματοδοτήσει, όπως και πριν τις απανωτές κρίσεις, την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Είναι δε χαρακτηριστικό πως αυτή τη στιγμή τα εξυπηρετούμενα δάνεια του ελληνικού τραπεζικού συστήματος αντιστοιχούν μόνο στο 60% περίπου του ελληνικού ΑΕΠ ενώ πριν την κρίση αυτό το ποσοστό ήταν τριψήφιο όπως είναι ήδη σήμερα και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες παρόμοιες με εμάς. Η ανατροφοδότηση που αναμένεται ανάμεσα στην ανάπτυξη και τον τραπεζικό δανεισμό θα λύσει πολλά από τα συσσωρευμένα προβλήματα της μακρόχρονης κρίσης και θα τοποθετήσει σε μια νέα τροχιά την ευημερία της χώρας. Εξάλλου, φαίνεται πως η ανάκτηση της δυναμικότητας του ελληνικού τραπεζικού συστήματος αποτελεί και προϋπόθεση για επάνοδο σε επενδυτική βαθμίδα των τίτλων της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Οι εξελίξεις στην αγορά ομολόγων ήταν πολύ ευνοϊκές και οδήγησαν σε ιστορικώς χαμηλά επίπεδα τις αποδόσεις, λόγω της αποδοχής των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο έκτακτο πρόγραμμα αγοράς τίτλων της ΕΚΤ λόγω πανδημίας (PEPP) και ως εξασφαλίσεων στις πράξεις αναχρηματοδότησης των τραπεζών από το Ευρωσύστημα, αλλά και λόγω της αναβάθμισης της πιστοληπτικής αξιολόγησης του Ελληνικού Δημοσίου.
Αυτές οι εξελίξεις σε συνδυασμό με την σημαντική αύξηση των καταθέσεων, η οποία υποβοηθήθηκε από τα κρατικά μέτρα στήριξης της οικονομίας, εξασφάλισαν ευνοϊκές συνθήκες ρευστότητας στο τραπεζικό σύστημα. Είναι εντυπωσιακό ότι οι καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα μεταξύ Ιανουαρίου 2020 και Μαΐου 2021 αυξήθηκαν κατά 25,0 δισ. ευρώ ή 17,5% σε σχέση με το τέλος του 2019. Μέρος από αυτές τις καταθέσεις αναμένεται να μετατραπούν σε κατανάλωση με το τέλος ή ακόμη και την ύφεση της πανδημίας.
Η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων αποτελεί σημαντικό παράγοντα για το παραπάνω «καλό» σενάριο. Γι’ αυτό και είναι ενθαρρυντικές οι μεταρρυθμίσεις που εισήχθησαν το τελευταίο διάστημα όπως η νομοθέτηση ενός νέου πτωχευτικού πλαισίου, το νέο εργασιακό πλαίσιο που ψηφίστηκε τον Ιούνιο, η μεταρρύθμιση της επικουρικής ασφάλισης που εισάγει τον κεφαλαιοποιητικό πυλώνα και βρίσκεται στο στάδιο της δημόσιας διαβούλευσης και η αναπροσαρμογή των αντικειμενικών τιμών των ακινήτων. Στο πεδίο των ιδιωτικοποιήσεων, ιδιαίτερη σημασία έχει η ολοκλήρωση της μεταβίβασης της «Ελληνικό Α.Ε.» στον παραχωρησιούχο που ανοίγει τον δρόμο για την υλοποίηση της εμβληματικής αυτής επένδυσης. Παρότι άλλες ιδιωτικοποιήσεις προχώρησαν με πιο αργούς ρυθμούς λόγω της πανδημίας, πρόοδος έχει σημειωθεί σε μια σειρά από αυτές.
Οι εξελίξεις αυτές προϋποθέτουν την επιτυχή αντιμετώπιση κάποιων προκλήσεων που είναι ορατές. Έτσι, η μεγάλη κρατική στήριξη για την αντιμετώπιση της πανδημίας οδήγησε στη δημιουργία μεγάλων δημοσιονομικών ελλειμμάτων και αύξησε ακόμη ένα ήδη πολύ υψηλό, σε σχέση με το ΑΕΠ, δημόσιο χρέος. Πιστεύω πως αυτή μπορεί να αποδειχτεί η πιο εύκολα διαχειρίσιμη πρόκληση γιατί τα μεν ελλείμματα οφείλονται κυρίως σε προσωρινές (one-off) δαπάνες και τα πρωτογενή πλεονάσματα αναμένεται να επανεμφανιστούν, καθώς το ΑΕΠ επανέρχεται στα προ κρίσης επίπεδα χωρίς την λήψη πρόσθετων δημοσιονομικών μέτρων. Το δε δημόσιο χρέος, παρά το μεγάλο μέγεθός του έχει εξαιρετικά ποιοτικά χαρακτηριστικά, οι ανάγκες αναχρηματοδότησής του είναι διαχειρίσιμες και οι προοπτικές αύξησης του ΑΕΠ, δηλαδή του παρονομαστή στο λόγο δημόσιο χρέος προς ΑΕΠ, είναι πολύ καλές. Σημασία για την βιωσιμότητα και γρήγορη αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους έχει επίσης και ο χρονικός ορίζοντας παροχής ρευστότητας και διατήρησης των χαμηλών επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ενώ ως πολύ θετική μπορεί να χαρακτηριστεί η νέα στρατηγική για συμμετρικό στόχο πληθωρισμού στην Ευρωζώνη.