Σε εκ διαμέτρου αντίθετες κατευθύνσεις πορεύονται οι δύο βασικοί πολιτικοί παίκτες στην ελληνική πολιτική σκηνή κι αυτό γίνεται σαφές ολοένα και περισσότερο μέσα από τις δημόσιες τοποθετήσεις τους.
Στη μία πλευρά ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει πετύχει με τη στρατηγική της διεύρυνσης προς κοινωνικές δυνάμεις και πολιτικούς χώρους να καταστεί κυρίαρχος στο πολιτικό σκηνικό, φιλοτεχνώντας το προφίλ ενός ηγέτη που βάζει πάνω από όλα το εθνικό συμφέρον και μπορεί να ενώσει τους Έλληνες σε οράματα και στόχους του μέλλοντος και της μετά πανδημίας εποχής.
Αφήνοντας πίσω τα διλήμματα του χθες, π.χ «δεξιά» ή «αριστερά», ο Πρωθυπουργός επενδύει στη συνένωση δυνάμεων με ίδια ιδανικά, αντίληψη και προσέγγιση για την πορεία της Ελλάδας από εδώ και στο εξής. Δεν είναι εξάλλου τυχαία τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων που αποτυπώνουν εντυπωσιακά ποσοστά στις θετικές γνώμες των ψηφοφόρων των άλλων κομμάτων για το πρόσωπο του Κυριάκου Μητσοτάκη. Χρειάζεται ωστόσο προσοχή και στην παραδοσιακή βάση της κεντροδεξιάς που στηρίζει, έχει σηκώσει ψηλά τον πήχη για τη σημερινή και αναμένει βήμα βήμα την επιστροφή στην κανονικότητα.
Στην αντίπερα όχθη, ο Αλέξης Τσίπρας κατά την πάγια τακτική του επενδύει στην πόλωση και το διχασμό και όχι στη σοβαρότητα και στην προτεραιοποίηση μιας σοβαρής εναλλακτικής πρότασης, κίνηση που θα τον έφερνε πιο κοντά με τους μετριοπαθείς, συντηρητικούς ψηφοφόρους και τους λεγόμενους νοικοκυραίους.
Η αδικαιολόγητη εμμονή σε παρωχημένα συνθήματα της εποχής του 60, όπως για παράδειγμα «εμείς» ή οι «άλλοι», περιχαρακώνουν τον ίδιο και την ηγετική του ομάδα και όλοι μαζί πέφτουν στην παγίδα της δικής τους στρεβλής αντίληψης και παλαιοκομματικής νοοτροπίας με αποτέλεσμα τη δημοσκοπική συρρίκνωση και την μειωμένη επιρροή σε πολυάριθμα σύνολα της κοινωνίας.