Αυστηρό μήνυμα φαίνεται πως έδωσε στον Έλληνα υπουργό Οικονομικών, Ευκλείδη Τσακαλώτο, ο Γερμανός ομόλογός του, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, κατά την συνάντηση που είχαν στο Βερολίνο.
Ο ισχυρός άνδρας της γερμανικής Οικονομίας όπως αποκαλύπτει το γερμανικό περιοδικό Focus φάνηκε ιδιαίτερα επικριτικός απέναντι στον κ. Τσακαλώτο τον οποίο και κατηγόρησε για κωλυσιεργία.
Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών ξεκαθάρισε στον Έλληνα ομόλογό του πως, το Βερολίνο εξακολουθεί να ζητά από την Αθήνα τη συνεπή εφαρμογή του προγράμματος. Αν και ο γερμανικός Τύπος σχολιάζει πως η συνάντηση των δύο πολιτικών ανδρών έγινε σε εποικοδομητικό κλίμα, όπως αναφέρει η DW, το Focus υπογραμμίζει πως η Γερμανία ζητά από την Αθήνα να εφαρμόσει άμεσα τα μέτρα για τα οποία έχει δεσμευτεί, αφού μέχρι τώρα δεν έχει εφαρμόσει τίποτα.
Όπως και στις πρόσφατες επαφές του με άλλους υπουργούς Οικονομικών της ευρωζώνης ο κ. Τσακαλώτος ενημέρωσε τον γερμανό ομόλογό του για την πορεία υλοποίησης των μεταρρυθμίσεων, το δημοσιονομικό, τα κόκκινα δάνεια και τις προτάσεις της ελληνικής πλευράς σε σχέση με τα ισοδύναμα στο ασφαλιστικό. Σε ότι αφορά στο Ταμείο Αποκρατικοποιήσεων, ένα θέμα για το οποίο η γερμανική πλευρά πιστεύει ότι σημειώνονται καθυστερήσεις, ο Έλληνας υπουργός επεσήμανε ότι πρόκειται για περίπλοκη υπόθεση που θα χρειαστεί ακόμη χρόνο.
Ο Γερμανός υπουργός δεν θέλησε να υπεισέλθει στα επιμέρους ζητήματα που ανέπτυξε ό Έλληνας ομόλογός του, αλλά παρέπεμψε στο κουαρτέτο των δανειστών, το οποίο όπως είπε, είναι αρμόδιο για την αξιολόγηση της πορείας των μεταρρυθμίσεων. «Βρείτε τα», φέρεται να είπε ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Σε αυτό το σημείο των συνομιλιών ο κ. Τσακαλώτος επεσήμανε στο συνομιλητή του ότι ο παράγοντας χρόνος είναι πολύ σημαντικός για την Ελλάδα και ότι η χώρα δεν έχει την «πολυτέλεια» των καθυστερήσεων. Η ολοκλήρωση της αξιολόγησης των θεσμών και η κανονική ροή των δόσεων αποτελεί προϋπόθεση για να αναπτυχθεί αίσθημα αισιοδοξίας στην κοινωνία και την οικονομία την χώρας. Επ΄ αυτού δεν προβλήθηκε καμία αντίρρηση από γερμανικής πλευράς.
Απαρέγκλιτη τήρηση των δεσμεύσεων
Η συνάντηση των δύο υπουργών Οικονομικών έγινε σε εποικοδομητικό κλίμα. Αυτό είναι μεν θετικό, αλλά για το Βερολίνο δεν αρκεί, γιατί και στο παρελθόν, στις κατ’ ιδίαν συναντήσεις του κ. Σόιμπλε με τον Γιάνη Βαρουφάκη, το κλίμα ήταν πάντα φιλικό. Το ζητούμενο για τη γερμανική πλευρά, παραμένει η συνεπής εφαρμογή του προγράμματος. Αυτή είναι η «προκρούστεια κλίνη» του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών για τις εκτιμήσεις του ως προς την πορεία των μεταρρυθμίσεων και συνεπώς και για τη στάση του στις αξιολογήσεις.
Παρόλα αυτά δεν μπορεί κανείς να μην σημειώσει αλλαγή στη στάση του Βερολίνου απέναντι στην Αθήνα. Σε αντίθεση με την πρώτη περίοδο διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, η ηγεσία του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών εκτιμά ότι πλέον η ελληνική κυβέρνηση «πράγματι» καταβάλει προσπάθειες για να εφαρμόσει τα προαπαιτούμενα. Αυτό «δεν το πετυχαίνει όμως πάντα στο βαθμό που θα έπρεπε και στα καθορισμένα χρονικά πλαίσια». Όπως επισημαίνεται, τη «ζημιά» την υφίσταται κάθε φορά η χώρα καθώς μπλοκάρεται η εκταμίευση των δόσεων. Πάντως, όπως διαβεβαιώνεται τόσο από τη γερμανική όσο και από την ελληνική πλευρά, κατά τις συνομιλίες ο κ. Σόιμπλε δεν εξέφρασε κάποια «ιδιαίτερη δυσαρέσκεια» στον Έλληνα ομόλογο του. Τόνισε όμως το «μεγάλο ενδιαφέρον» της Γερμανίας για εφαρμογή του προγράμματος όπως έχει συμφωνηθεί και ότι ρύθμιση του χρέους θα γίνει μετά την ολοκλήρωση της αξιολόγησης.
Προσφυγικό
Στις συνομιλίες τέθηκε και το προσφυγικό με τον κ. Τσακαλώτο να προβάλει ιδιαίτερα τις δημοσιονομικές επιπτώσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδας κάνει λόγο για τουλάχιστον 600 εκ. ευρώ που επωμίζεται ετησίως το ελληνικό κράτος για τους πρόσφυγες. Για την αντιμετώπιση των υποχρεώσεών της η ελληνική κυβέρνηση δεν είναι διατεθειμένη να αξιοποιήσει πόρους από τα ταμεία του ΕΣΠΑ. Αυτά τα χρήματα διατίθενται για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και όχι για ανθρωπιστική βοήθεια Ο κ. Σόιμπλε έδειξε κατανόηση για τα ελληνικά προβλήματα. Και οι δύο πλευρές συμφώνησαν ότι αυτό το ζήτημα έχει κεντρική σημασία και ότι σε αυτό θα πρέπει να επικεντρωθεί το επόμενο διάστημα το ενδιαφέρον της ΕΕ.