Στις 20 Σεπτεμβρίου η Ελλάδα θα προσέλθει στις κάλπες για τρίτη φορά σε λιγότερο από ένα χρόνο.
Η μεγάλη ειρωνεία είναι ότι στο λίκνο της δημοκρατίας, το αποτέλεσμα των εκλογών έχει σε μεγάλο βαθμό προεξοφληθεί».
Κάπως έτσι εξηγεί το Forbes τη διαδρομή προς τις κάλπες στην Ελλάδα σημειώνοντας πως όπως και οι προηγούμενες δύο εκλογικές διαδικασίες δεν έφεραν το αποτέλεσμα που υπόσχονταν έτσι και αυτή ξεκινάει και μάλλον θα καταλήξει με αμφίβολα κέρδη και ζημίες.
Το άρθρο κάνει μνεία στις προηγούμενες εκλογές που ανέδειξαν τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση. Ένα αποτέλεσμα που προήλθε έπειτα από τη δέσμευση του Αλέξη Τσίπρα ότι θα σταματήσει τα εξοντωτικά μέτρα λιτότητας και θα τερματίσει τη συζήτηση γύρω από τα Μνημόνια. Κάτι τέτοιο δεν συνέβη, γι’ αυτό και προχώρησε στην προκήρυξη δημοψηφίσματος, το οποίο με τη σειρά του ανέδειξε -με μεγάλη πλειοψηφία- τη θέληση του λαού να μην ακολουθήσει τη λογική των επαχθών συμφωνιών. Το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ να υπογράψει ένα νέο Μνημόνιο ύψους 86 δισεκατομμυρίων ευρώ και να προσφέρει στους δανειστές, ως αντάλλαγμα, σκληρότερα μέτρα.
Τούτη η εκλογή, ομοίως, να φέρει τα ίδια αποτελέσματα, καθώς είναι απίθανο να προκύψει ισχυρή κυβέρνησης. Όπως αναφέρει το άρθρο, μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να παραμένει το πιο δημοφιλές κόμμα, αλλά η λαϊκή υποστήριξη έχει μειωθεί αισθητά. Συν ότι πλέον έχει να αντιμετωπίσει και τη Λαϊκή Ενότητα που προέκυψε μέσα από τις τάξεις του. Οι επιλογές του Τσίπρα για σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας, συνεχίζει το άρθρο, είναι περιορισμένες από τη στιγμή που επιθυμεί να συνεργαστεί μόνο με τους ΑΝΕΛ. Με τη μόνη διαφορά ότι το κόμμα του Πάνου Καμμένου δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα καταφέρει να εισέλθει στη Βουλή.
Όλα τα στοιχεία κατατείνουν στο συμπέρασμα πως οι επόμενες εβδομάδες θα είναι γεμάτες από το λεγόμενο «πολιτικό παζάρι» και είναι πολύ πιθανό να προκηρυχθούν και νέες εκλογές, εάν κανένα κόμμα δεν θα είναι σε θέση να σχηματίσει μια λειτουργική συμμαχία.
Μέσα σε αυτή τη θολή κατάσταση, ολοένα και περισσότεροι φορείς χάραξης πολιτικής στην Ευρώπη ξαναβάζουν στην κουβέντα τη λέξη «Grexit». Ο πρώτος που το έκανε ήταν ο επικεφαλής του ESM, Κλάους Ρέγκλινγκ λέγοντας την προηγούμενη εβδομάδα πως δεν μπορεί να αποκλείσει ένα τέτοιο ενδεχόμενο, αν η Ελλάδα δεν προχωρήσει στις μεταρρυθμίσεις που έχει υποσχεθεί να κάνει. Πριν από αυτόν, το μέλος της εκτελεστικής επιτροπής της ΕΚΤ, Μπενουά Κερέ, παραδέχθηκε πως δεν υπάρχει πλέον θέμα ταμπού για την πιθανή διάρρηξη της νομισματικής ένωσης. «Το τζίνι δεν θα ξαναμπεί στο μπουκάλι, αν προηγουμένως δεν καταστεί σαφές ότι ο κίνδυνος έχει περάσει», είπε χαρακτηριστικά.
Πρόκειται για ένα ευθύ μήνυμα προς την Ελλάδα; Το Forbes σημειώνει πως κάπως έτσι πρέπει να λογιστεί, κρίνοντας από τη χρονική στιγμή που αναπτύσσονται αυτές οι παρατηρήσεις.
Είναι σαφές πλέον ότι η Ευρώπη δεν είναι διατεθειμένη να δώσει κι άλλα κεφάλαια διάσωσης στην Ελλάδα, αν εκείνη, με τη σειρά της, δεν προχωρήσει σε γενναίες μεταρρυθμίσεις.
Κι όλα αυτά εν μέσω εκλογών και πολιτικής παράλυσης που απειλεί για άλλη μια φορά το μέλλον της χώρας και την παρουσία της στο ενιαίο νόμισμα».