Με την διήμερη επίσημη επίσκεψη στην Αθήνα ο πρόεδρος της Γαλλίας Φρανσουά Ολάντ και ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας διαμόρφωσαν τις προϋποθέσεις για την οικοδόμηση μίας μακροχρόνιας εταιρικής στρατηγικής σχέσης.
Το στίγμα της διήμερης επίσκεψης δίνει η διακήρυξη που υπέγραφαν σύμφωνα με την οποία οι δύο πλευρές «επιβεβαίωσαν με ικανοποίηση το εξαιρετικό επίπεδο της διμερούς σχέσης, η οποία τροφοδοτείται από τις κοινές αξίες, τις συγκλίνουσες θέσεις και συμφέροντα στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης, καθώς και τους κοινούς στόχους στο ευρύτερο γεωπολιτικό πλαίσιο. Για τους λόγους αυτούς αποφάσισαν να αναβαθμίσουν τη σχέση αυτή στο επίπεδο της Στρατηγικής Εταιρικής Σχέσης».
Από την πλευρά της Αθήνας η αποτίμηση είναι θετική και υπάρχει ικανοποίηση. Ο συμβολισμός της επίσκεψης Ολάντ ως στήριξη προς την κυβέρνηση της αριστεράς και ψήφο εμπιστοσύνης ενόψει τις δύσκολης συγκυρίας παράγει από μόνος του αποτελέσματα. Πέραν αυτού ο πρόεδρος της Γαλλίας δεν εφείσθη θετικών δηλώσεων. Ο κ. Ολάντ δήλωσε καθαρά ότι “το επόμενο βήμα είναι η συζήτηση για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους που πρέπει να ανοίξει”. Σημείωσε δε ότι η ελάφρυνση του χρέους είναι μέρος της συμφωνίας που έγινε τον Ιούλιο και μέρος της λύσης.
Απρόσμενα θετική όμως ήταν και η τοποθέτηση του προέδρου Ολάντ για το φλέγον θέμα των ημερών, το θέμα των κόκκινων δανείων και της πρώτης κατοικίας όπου έχουν κολλήσει οι διαπραγματεύσεις με τους δανειστές. Απαντώντας στην τοποθέτηση Τσίπρα μετά την συνάντησή τους στο Μέγαρο Μαξίμου ο κ. Ολάντ δήλωσε: «Αυτό που ανησυχεί πολλούς Έλληνες σήμερα είναι αυτά τα δάνεια, τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά, μια νέα απειλή για τις ελληνικές οικογένειες.
Θα πρέπει να ξαναδούμε ποιο είναι το όριο κάτω από το οποίο δεν μπορεί να γίνει κατάσχεση». Ο κ. Ολάντ επανέλαβε μετ επιτάσεως ότι προϋπόθεση για θετική εξέλιξη είναι η Ελλάδα να τηρήσει τις δεσμεύσεις της. Ωστόσο έβαλε και το θέμα της ευελιξίας παράλληλα με την πειθαρχία και την απαραίτητη αλληλεγγύη: «Βεβαίως η Ελλάδα πρέπει να τηρήσει τις δεσμεύσεις της, μου φαίνεται θεμιτό αυτό. Μα δεν αμφισβητεί η Ελλάδα κάτι τέτοιο. Αυτό που ζητά η Ελλάδα – και το κατανοώ – είναι να υπάρξει μια μέθοδος, ένα χρονοδιάγραμμα και μια ευελιξία. Μια λέξη που συχνά χρησιμοποιούμε στην Ευρώπη. Ευελιξία». Απέδωσε εύσημα σε όλους, κυβέρνηση, Πρόεδρο της Δημοκρατίας αλλά και στην ελληνική Βουλή που ψήφισαν την συμφωνία του Ιουλίου αποτρέποντας το Grexit.
Είναι σαφές και από τα δημοσιεύματα του γαλλικού τύπου ότι ο κ. Ολάντ επενδύει πολιτικά και οικονομικά στην σχέση με την Ελλάδα. Το έδειξε αυτό και με την αναβαθμισμένη πολυμελή κυβερνητική και επιχειρηματική αποστολή που τον συνόδευσε. Στέλνει μήνυμα ότι η Γερμανία δεν παίζει μόνη της στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ότι χωρίς βέβαια να διακινδυνεύσει τον γαλλογερμανικό άξονα, η Γαλλία έχει μία διαφορετική και όχι στείρα οικονομίστικη προσέγγιση, αφού Ευρώπη δεν είναι μόνο το νόμισμά της. Έδειξε επίσης ότι στηρίζει την Ελλάδα και στο προσφυγικό όπως και στο θέμα της Κύπρου που αγγίζει και την σχέση με την Τουρκία.
Παράλογες απαιτήσεις
Από την οπτική της ελληνικής πλευράς η επίσκεψη Ολάντ ήταν η πρώτη μεγάλης σημασίας επίσκεψη που δέχθηκε η κυβέρνηση και είναι αναμενόμενο να αποτιμάται θετικά το γεγονός ότι η δεύτερη δύναμη στην Ευρώπη επενδύει πολιτικά στην αναβάθμιση των σχέσεών της με την Ελλάδα.
Καθώς η ελληνική κυβέρνηση έχει μπροστά της μία δύσκολη και επίπονη διαπραγμάτευση δεν είναι δίχως σημασία ότι θα έχει σε αυτήν, την πολιτική στήριξη της Γαλλίας. Ο κ. Τσίπρας είχε την ευκαιρία να βάλλει το δικό του πλαίσιο έχοντας δίπλα του τον πρόεδρο Ολάντ και αφού είχε συζητήσει το πλαίσιο στην κατ ιδίαν συνάντηση στο Μέγαρο Μαξίμου. Ο κ. Τσίπρας αναφέρθηκε στις προσπάθειες κάποιων συντηρητικών κύκλων να κρατήσουν ανοικτό ακόμη και το grexit.
Μίλησε για «παρεμβάσεις ή απαιτήσεις παράλογες, ακραίας νεοφιλελεύθερης κοπής, που υπερβαίνουν και τα συμφωνηθέντα του Ιούλη, παρεμβάσεις που απειλούν την κοινωνική ειρήνη και μας γυρνάνε πίσω στον φαύλο κύκλο της έντασης». Η αναφορά σχετίζεται με το αδιέξοδο που έχει προκύψει στις διαπραγματεύσεις για τα κόκκινα δάνεια και την πρώτη κατοικία. Γενικεύοντας όμως δήλωσε: «Πρέπει κάποιοι να κατανοήσουν ότι η Ελλάδα υπέγραψε συμφωνία την οποία και θα τηρήσει, δεν υπέγραψε σύμφωνο παράδοσης της κυριαρχίας της και διάλυσης της κοινωνικής της συνοχής.
Επειδή ενδεχομένως κάποιοι να επιδιώκουν να επαναφέρουν αυτή τη συζήτηση δια της πλαγίας οδού, μέσα από καθυστερήσεις στην υλοποίηση της αξιολόγησης και καθυστερήσεις στην ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, θέλω να καταστήσω σαφές ότι η μετατροπή της ελληνικής κοινωνίας σε αρένα κατασχέσεων πρώτης κατοικίας δεν μπορεί να γίνει ανεκτή, όχι μόνο από την ελληνική κυβέρνηση, αλλά από καμία προοδευτική δύναμη στην Ευρώπη, από κανέναν που ασπάζεται τις κοινές αρχές και αξίες της κοινωνικής αλληλεγγύης στην Ευρώπη».
Στις συναντήσεις των δύο πλευρών συζητήθηκε όλη η ατζέντα των θεμάτων που σχετίζονται με την διαπραγμάτευση: τα κόκκινα δάνεια, η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, οι συλλογικές συμβάσεις, το ασφαλιστικό, η διατήρηση του ΑΔΜΗΕ υπό δημόσιο έλεγχο και φυσικά το ζήτημα του χρέους.
Στο γενικό πεδίο η προσέγγιση της Ελλάδας με την Γαλλία είναι μέσα στο θετικό πλαίσιο που έχει βάλλει η στήριξη Ολάντ τον Ιούλιο για να αποφευχθεί η έξοδος από την Ευρωζώνη. Είναι σαφές ότι καθώς η γαλλική κυβέρνηση κινείται με ευρύτερη λογική υπάρχουν προϋποθέσεις για να πετύχει εκεί που απέτυχε η προσέγγιση της κυβέρνησης Σαμαρά με το Βερολίνο. Η στήριξη από την Γαλλική κυβέρνηση, που όπως ξεκαθάρισε ο Ολάντ θεωρεί ότι η έξοδος της Ελλάδας θα οδηγούσε σε κατάρρευση το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, δημιουργεί τις προϋποθέσεις για μία προοπτική εξόδου από την κρίση εάν η “ευελιξία” δεν μείνει κενή περιεχομένου. Σε κάθε περίπτωση το χρονοδιάγραμμα είναι σαφές, ολοκλήρωση της αξιολόγησης, ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και έναρξη της συζήτησης για το χρέος.