Καλή διάθεση υπάρχει, θετικό πνεύμα υπάρχει αλλά αυτά δεν αρκούν για να «περάσει» το ελληνικό σχέδιο ως έχει, καθώς με απλά λόγια δεν βγαίνουν τα “κουκιά” και για διάσωση των συντάξεων και για υλοποίηση των εξαγγελιών της ΔΕΘ τονίζει σε άρθρο της η iefimerida.gr.
Οι νεώτερες πληροφορίες, μετά από τη συνεδρίαση του Euroworking Group, αναφέρουν ότι για τα περιβόητο υπερπλεόνασμα του 2019 οι Ευρωπαίοι τεχνοκράτες εξακολουθούν να καταγράφουν μια διαφορά 300- 400 εκατ. ευρώ σε σχέση με τους υπολογισμούς του βασικού σεναρίου που έχει εκπονήσει το ελληνικό υπουργείο Οικονομικών, ενώ αν προσθέσει κανείς και το σύνηθες μαξιλάρι ασφαλείας, η διαφορά φτάνει στα τουλάχιστον 500 εκατ. Ευρώ.
Όπως παρατηρούν πηγές κοντά στη διαδικασία, αν η συζήτηση αφορούσε μόνο στη μη περικοπή των συντάξεων, τότε ενδεχομένως να υπήρχε μια βάση για συμφωνία υπό προϋποθέσεις, ωστόσο από τη στιγμή που στην εξίσωση έχουν προστεθεί και οι εξαγγελίες της ΔΕΘ, οι οποίες κοστίζουν 765 εκατ. Ευρώ, η συμφωνία- πακέτο φαντάζει αδύνατη.
Η ελληνική πλευρά υποστηρίζει ότι στις έως τώρα διαβουλεύσεις έχει καταγραφεί σύγκλιση, ισχυρισμός που μάλλον επιβεβαιώνεται αν λάβει κανείς υπόψιν ότι οι δύο πλευρές ξεκίνησαν να συζητούν από μια διαφορά σχεδόν 1,5 δισ ευρώ. Ωστόσο, το σημείο στο οποίο έχουν φτάσει οι διαπραγματεύσεις, μοιάζει αδιέξοδο, καθώς οι ξένοι τεχνοκράτες δεν πείθονται για την απόδοση των εσόδων, όπως τη «μετράει» το υπουργείο Οικονομικών, κάτι που σημαίνει ότι “κονταίνουν” τη μεταφορά επιδόσεων στο 2019. Οι επιφυλάξεις επικεντρώνονται κυρίως στο φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων και λιγότερο των νομικών προσώπων και οι αστερίσκοι αυτοί είχαν καταγραφεί στο χαρτί των διαβουλεύσεων πριν αποτυπωθούν στα στοιχεία του ΓΛΚ για το Σεπτέμβριο, τα σημάδια φοροδοτικής κόπωσης.
Υπάρχει προοπτική να αλλάξουν αυτές οι «μετρήσεις» των ξένων τεχνοκρατών; Βασισμένη στα τελευταία στοιχεία Προϋπολογισμού, που θα “πέσουν” στο σύστημα και είναι αυτά του Οκτωβρίου, η ελληνική πλευρά προσδοκά ότι μπορεί να κλείσει ακόμα περισσότερο η διαφορά. Ωστόσο, ο Οκτώβριος δεν είναι ο πλέον αντιπροσωπευτικός μήνας- απουσιάζει ο φόρος εισοδήματος- κι ως εκ τούτου η διαφορά για το υπερπλεόνασμα, που κινείται στα επίπεδα του 0,3% του ΑΕΠ, δεν είναι εύκολο να καλυφθεί από τη στιγμή που έχει “δομικά” χαρακτηριστικά.
Το πρόβλημα γίνεται εντονότερο και πιο σύνθετο, αν λάβει κανείς υπόψιν ότι την επιφυλακτικότητα των Ευρωπαίων την ενισχύει το γεγονός ότι οι διαβουλεύσεις γίνονται για ένα μέτρο “υψηλής δημοσιονομικής ποιότητας”, το οποίο ακόμα κι αν θεωρητικά δεν χρειάζεται για το πλεόνασμα του 2019, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι δεν θα χρειαστεί για τα επόμενα έτη.