Η αλήθεια είναι πως χθες κατάφερα να δω για πρώτη φορά τη νέα σειρά του Θοδωρή Παπαδουλάκη στον Alpha «Η λέξη που δεν λες».
Ήθελα να το κάνω ήδη από την προηγούμενη εβδομάδα, αλλά το να κάνεις πολιτικό ρεπορτάζ σημαίνει πως δεν έχεις ωράρια, συνεπώς προσαρμόζεις το πρόγραμμά σου ανάλογα με τη δουλειά σου. Και, κάπως έτσι, ήταν απόγευμα της Τρίτης όταν αποφάσισα να δω το πρώτο επεισόδιο της σειράς, ώστε να καταλάβω τι θα γίνει στο δεύτερο.
Γράφει ο Γιώργος Ευγενίδης
Είχα παρακολουθήσει φανατικά και την άλλη μεγάλη δουλειά του Θοδωρή Παπαδουλάκη, «Το Νησί». Μαεστρική δουλειά, καταπληκτικά πλάνα, ατμοσφαιρικό, συγκινητικό. Δεν θέλω να πω πως ήταν ίσως καλύτερο από το βιβλίο-ήταν καταπληκτικό το βιβλίο της Hislop-αλλά σίγουρα ήταν εφάμιλλο. Συνεπώς, περίμενα κάτι αντίστοιχο, μην το κρύβω. Ξεκίνησα να βλέπω με υψηλές προσδοκίες, μιας και ο ίδιος ο σκηνοθέτης έθεσε ψηλά τον πήχυ και εν προκειμένω, ήδη από το τρέιλερ.
Η υπόθεση συνοπτικά: ένας πιτσιρικάς στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού που ζει σε ένα χωριό των Χανίων έχει κόλλημα με τη μουσική. Ακούει όλη τη μέρα τραγούδια με τα ακουστικά του από το iPad του, ξέρει όλους τους στίχους, μπορεί να πει απ’ έξω το όνομα του τραγουδιού, τον καλλιτέχνη και το έτος κυκλοφορίας. Επίσης, πολύ εύκολα μιμείται τα λόγια των μεγάλων. Όμως, έχει προβλήματα επικοινωνίας. Δεν αντιδρά γρήγορα ή καθόλου, αν και ακούει εξαιρετικά, στο σχολείο είναι μόνος του και δεν παίζει με τα άλλα παιδιά, δυσκολεύεται να κοιμηθεί. Μέχρι που, με τα πολλά, ο παππούς του τον παίρνει και τον πηγαίνει σε μια ειδική γιατρό. Η οποία, λίγο μετά και παρουσία των γονιών του, διαγιγνώσκει πως το παιδί είναι αυτιστικό. Το δεύτερο επεισόδιο κλείνει με τους γονείς να επιστρέφουν στο σπίτι τους και να αγκαλιάζουν τον μικρό, ο οποίος κοιμάται. Δείγμα πως θα τον στηρίξουν, μάλλον, αλλά ποιος ξέρει πώς θα εξελιχθεί το σίριαλ;
Ενδεχομένως, συνάδελφοι δημοσιογράφοι που είναι πιο ειδικοί από εμένα σε θέματα τηλεόρασης να μπορούν να κάνουν κριτική στη σκηνοθεσία, στο πώς είναι δεμένα τα πλάνα, στο αν ο σκηνοθέτης υπηρετεί καλά την κεντρική ιδέα του σεναρίου και άλλα τόσα τεχνικά. Δηλώνω εξ’ αρχής άγνοια και αποσύρομαι από κάθε σχετική συζήτηση. Για να πω την αλήθεια, από το καλοκαίρι που διάβασα για το σίριαλ με ιντρίγκαρε η ιδέα. Το θέμα είναι ασυνήθιστο για την ελληνική τηλεόραση, όπου οι ιδέες μοιάζουν να έχουν στερέψει. Λίγες είναι οι σειρές που πλέον βλέπονται και αυτές είναι κατά τεκμήριο κωμικές, οι οποίες κυρίως βλέπονται.
Η αλήθεια είναι πως η τηλεόραση θέλει λεφτά. Η εν λόγω παραγωγή δεν ξέρω πόσο κόστισε, σίγουρα όμως το σίριαλ είναι όαση στην έρημο της ελληνικών ιδιωτικής τηλεόρασης, η οποία, πλην λίγων εξαιρέσεων, μετά τις 21:00 σε αναγκάζει να πας να γραφτείς σε μια ωραία συνδρομητική πλατφόρμα ή να το ρίξεις στις ξένες σειρές μέσω Netxflix ή έστω streaming.
Όμως εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα θέμα που θα μπορούσε να συμβεί στο περιβάλλον του καθενός: ένα παιδάκι γεννιέται με αυτισμό, ένα πρόβλημα που με τις σύγχρονες μορφές θεραπείας μπορεί να αντιμετωπιστεί και η λειτουργικότητα του παιδιού να βελτιωθεί θεαματικά. Αυτό είναι από μόνο του ένα πρόβλημα. Αν δε γεννηθεί και σε μια κλειστή κοινωνία, τότε το πρόβλημα μεγαλώνει ακόμα περισσότερο. Το κοινωνικό στίγμα, ο φόβος του τι θα πει η γειτονιά, κάνει οικογένειες να προσποιούνται για χρόνια πως τα παιδιά τους δεν έχουν απολύτως τίποτα και, στη χειρότερη, απλώς μπορεί να προσποιηθούν πως το παιδί βγήκε «χαζό». Δεν είναι δα και προς θάνατον, αλλά, προς Θεού, μην κουτσομπολέψει η απέναντι με τη γειτόνισσα την ώρα της μπουγάδας πως το παιδί είναι «πειραγμένο». Μην μας πιάσει στο στόμα της η γειτονιά, είπαμε. Και, κάπως έτσι, ευκαιρίες χάνονται και μικρά παιδάκια καταδικάζονται σε μια ζωή στο περιθώριο, επειδή οι γονείς τους δεν είχαν το θάρρος να τα βάλλουν με τη ρημάδα τη γειτονιά και να αποδεχθούν το πρόβλημα. Να το παλέψουν και να το νικήσουν ή έστω να το βελτιώσουν για το παιδί τους.
Δεν μπορώ να φανταστώ πως υπάρχει γονιός που δεν αγαπά το παιδί του. Έχει όρια η αγάπη σου; Όταν βάζεις μπροστά την κοινωνική εντροπία, ναι, έχει όρια. Ναι, δεν έκανες όλα όσα μπορούσες, ώστε το παιδί σου να έχει μια καλύτερη τύχη. Όταν βάζεις μπροστά την αγκύλωσή σου και τον φόβο σου, ναι, έχει όρια. Όταν σκέφτεσαι πως καλύτερα θα ήταν να κρύψεις το πρόβλημα κάτω από το χαλί-ακόμα και για να προστατεύσεις το παιδί σου-ναι, έχει όρια. Η ερώτηση λοιπόν είναι πολύ απλή; Τι θα έκανες, αν το παιδί σου είχε ένα εκ γενετής πρόβλημα; Ας πούμε, αν ήταν αυτιστικό. Αν είχε νοητική στέρηση. Αν είχε μια γενετήσια αναπηρία. Θα του αρνιόσουν την αγάπη σου;
Στην Ελλάδα των τελευταίων δεκαετιών, η ιδιωτική τηλεόραση είναι ένας μεγάλος πολλαπλασιαστής και ένας διαμορφωτής προτύπων συμπεριφοράς. Ή ακόμα και στερεοτύπων. Στην προκειμένη περίπτωση, ανεξαρτήτως της τηλεθέασης ή της ανταπόκρισης των διαφημιστών, «Η λέξη που δεν λες» λειτουργεί πολλαπλασιαστικά για ένα πολύ απλό μήνυμα: ένα παιδί που έχει ένα πρόβλημα, δεν αξίζει να τύχει λιγότερης αγάπης, επειδή το έχει, ούτε επειδή το χωριό θα πει διάφορα. Και δεν το αξίζει, γιατί, αν ο γονιός περιχαρακώσει το πρόβλημα εντός των τεσσάρων τοίχων του σπιτιού, αυτό θα διογκωθεί. Και η αγάπη θα μετατραπεί σε μια τεράστια ροζ τσιχλόφουσκα που θα σκάσει στο πρόσωπο του παιδιού με οδυνηρά γι’ αυτό αποτελέσματα.
Γι’ αυτό, η λέξη που δεν λέει ο μικρός Παυλής είναι αυτό που πολλοί δεν θέλουν να δουν. Κι όμως. Άνοιξε τα μάτια σου και δες το πρόβλημα. Είναι εκεί, υπάρχει. Και καν’ το, όχι για κανέναν άλλο, παρά μόνο για να έχει ένα λίγο καλύτερο αύριο το παιδί σου που είμαι βέβαιος πως, βαθιά μέσα σου, το αγαπάς και το πονάς. Δεν μπορεί να είναι αλλιώς.
Υ.Γ. Αυτό το κείμενο δεν είναι γι’ αυτούς που εκλαμβάνουν την αδυναμία του παιδιού τους ως ευκαιρία για να το τιμωρήσουν, επειδή δεν μπόρεσε να είναι αυτό που περίμεναν. Η ζωή μερικές φορές είναι σκατά. Και είσαι μεγάλος μαλάκας, αν βγάλεις τη διαψευσμένη προσδοκία σου πάνω σε ένα μικρό παιδάκι. Δυστυχώς, αυτό δεν διορθώνεται.