Υγεία: Περισσότερες από 200 είναι οι ρευματικές παθήσεις και πλήττουν άτομα όλων των ηλικιών (ακόμα και παιδιά) και των δύο φύλων.
Υπολογίζεται ότι προσβάλλεται το 1/4 του πληθυσμού των αναπτυγμένων χωρών σε κάποια στιγμή της ζωής τους. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση τα άτομα με Ρευματικές-Μυοσκελετικές Παθήσεις ανέρχονται σε 120.000.000, ενώ στην Ελλάδα έχει υπολογισθεί ότι το 26% του πληθυσμού πάσχει από κάποια Ρευματική-Μυοσκελετική Πάθηση.
Σε αυτές περιλαμβάνονται οι εκφυλιστικές παθήσεις των αρθρώσεων και της σπονδυλικής στήλης (οστεοαρθρίτιδα), οι φλεγμονώδεις αρθρίτιδες (ρευματοειδής αρθρίτιδα, ψωριασική αρθρίτιδα, αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα) και τα συστηματικά αυτοάνοσα ρευματικά νοσήματα (συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, σκληρόδερμα, Σ. Sjögren, αγγειίτιδες, μυοσίτιδες κλπ.). Τα παραπάνω αναφέρει η Ελληνική Ρευματολογική Εταιρεία και Επαγγελματική Ένωση Ρευματολόγων Ελλάδος (ΕΡΕ – ΕΠΕΡΕ), με αφορμή την 12η Οκτωβρίου που έχει καθιερωθεί ως «Παγκόσμια Ημέρα Αρθρίτιδας» και στοχεύει στην ευαισθητοποίηση του κοινού για τις Ρευματικές-Μυοσκελετικές Παθήσεις.
Η ΕΡΕ-ΕΠΕΡΕ ως επίσημο μέλος της Πανευρωπαϊκής Ρευματολογικής Εταιρείας (EULAR) υποστηρίζει την πανευρωπαϊκή καμπάνια «Ώρα για Δουλειά» που αποτελεί μέρος της γενικότερης ενημερωτικής εκστρατείας «Mην αργείς! Ενημερώσου τώρα» της EULAR που βρίσκεται σε εξέλιξη και στοχεύει στην ανάδειξη της σημασίας της έγκαιρης διάγνωσης των Ρευματικών-Μυοσκελετικών Παθήσεων.
Στόχος είναι η ενημέρωση των ασθενών, η έγκαιρη εξέτασή τους και έναρξη αποτελεσματικής θεραπείας από τον ειδικό γιατρό που είναι ο Ρευματολόγος, σε συνεργασία με γιατρούς άλλων ειδικοτήτων και εκπαιδευμένων επαγγελματιών υγείας. Σύμφωνα με την ΕΡΕ-ΕΠΕΡΕ «παρότι είναι πλέον γνωστό ότι η πρώιμη διάγνωση, η έγκαιρη παραπομπή σε Ρευματολόγο και η έναρξη της κατάλληλης θεραπείας βελτιώνουν την έκβαση, την ποιότητα ζωής και την ικανότητα για εργασία, στην πράξη η διάγνωση συχνά καθυστερεί ή δεν επιτυγχάνεται ποτέ».
Υγεία: Αυτοί που πάσχουν από καρδιακές νόσους ή έχουν υποστεί εγκεφαλικό επεισόδιο, όταν κοιμούνται λιγότερες από έξι ώρες, αυξάνουν τον κίνδυνο πρόωρου θανάτου
Οι μεσήλικες με διαβήτη τύπου 2, καρδιακές νόσους ή αυτοί που έχουν υποστεί εγκεφαλικό επεισόδιο, αυξάνουν τον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου ή πρόωρου θανάτου όταν κοιμούνται λιγότερες από έξι ώρες σε καθημερινή βάση, σύμφωνα με νέα έρευνα.
Τα αποτελέσματα της μελέτης αυτής δημοσιεύτηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση «Journal of the American Heart Association», που συνιστά την επιστημονική περιοδική έκδοση ανοιχτής πρόσβασης της Αμερικανικής Ένωσης Καρδιολογίας
Ο Χούλιο Φερνάντες – Μεντόζα, που διεξήγαγε τη μελέτη και είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια, εξηγεί ότι ένας άνθρωπος που λόγω διάφορων ιατρικών καταστάσεων διατρέχει αυξημένο κίνδυνο πρόωρου θανάτου μπορεί να προστατευθεί σε κάποιο βαθμό αν καταφέρει να ρυθμίσει τον ύπνο του.
Ο ίδιος πάντως προσθέτει ότι είναι ανάγκη να γίνουν περαιτέρω έρευνες που να επιβεβαιώνουν τις ευεργετικές επιδράσεις του ύπνου.
Στο παρόν ερευνητικό πλαίσιο έλαβαν μέρος 1.600 ενήλικες ηλικιών από 20 έως 74 ετών. Αυτοί χωρίστηκαν σε δύο ομάδες με τους μισούς να έχουν υποστεί καρδιακή προσβολή ή εγκεφαλικό και τους υπόλοιπους να πάσχουν είτε από διαβήτη τύπου δύο είτε από δευτέρου βαθμού υψηλή αρτηριακή πίεση. Και οι δύο ομάδες εξετάστηκαν στο εργαστήριο ύπνου (1991 – 1998), παρατηρήθηκαν κατά μια νύχτα στη διάρκεια της οποίας κοιμούνταν και στη συνέχεια καταγράφηκαν τα αίτια θανάτου τους έως το 2016.
Διαπιστώθηκε ότι από ένα σύνολο 512 ανθρώπων που πέθαναν το ένα τρίτο πέθανε από καρδιακή προσβολή ή εγκεφαλικό και το ένα τέταρτο από καρκίνο. Εκείνοι που έπασχαν από υπέρταση ή διαβήτη είχαν διπλάσιες πιθανότητες να πεθάνουν πρόωρα από καρδιακή προσβολή ή εγκεφαλικό αν κοιμούνταν λιγότερες από έξι ώρες. Ο κίνδυνος όμως αυτός αναστελλόταν όταν ο ύπνος υπερέβαινε τις έξι ώρες. Από την άλλη αυτοί που έπασχαν ήδη από καρδιακές νόσους ή είχαν υποστεί εγκεφαλικό είχαν τριπλάσιες πιθανότητες να πεθάνουν από τέτοιου τύπου ιατρικά περιστατικά αν κοιμούνταν λιγότερες από έξι ώρες.
«Η βραχεία διάρκεια ύπνου συνιστά έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες πρόβλεψης των μακροπρόθεσμων συνεπειών των ατόμων με αυτά τα ιατρικά προβλήματα», εξηγεί ο Μεντόζα και προσθέτει ότι θα ήθελε να δει αλλαγές από την πλευρά της πολιτικής σε ό,τι αφορά τις συνιστώμενες ώρες ύπνου.
Ο ίδιος υποστηρίζει: «Η καλύτερη αναγνώριση των ατόμων με συγκεκριμένα προβλήματα ύπνου θα μπορούσε ενδεχομένως να οδηγήσει σε βελτιωμένη πρόληψη, πιο ολοκληρωμένες θεραπευτικές παρεμβάσεις, καλύτερα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα και λιγότερη χρήση της υγειονομικής περίθαλψης».
Σύμφωνα με στοιχεία από την Αμερικάνικη Ένωση Καρδιολογίας, το 45% του πληθυσμού των ΗΠΑ βρίσκονται αντιμέτωποι με διαβήτη τύπου 2 ή υπέρταση και το 14% πάσχει από καρδιακές νόσους ή έχει υποστεί ένα εγκεφαλικό επεισόδιο.
Στη συγκεκριμένη ερευνητική ομάδα, εκτός του Μεντόζα, συμμετείχαν και πολλοί άλλοι ερευνητές ανάμεσα στους οποίους και ο Έλληνας Αλέξανδρος Βγόντζας, καθηγητής και διευθυντής του τομέα Ψυχιατρικής και Επιστημών Συμπεριφοράς της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης.
ΠΗΓΗ: Journal of the American Heart Association