ΕΡΝΤΟΓΑΝ ΤΟΥΡΚΙΑ: Ήταν 24 Ιουνίου του 2018, πριν από ακριβώς τέσσερα χρόνια, όταν ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν επανεξελέγη στην προεδρία της Τουρκίας, εγκαινιάζοντας τις συγκεντρωτικές υπερεξουσίες που του είχε εξασφαλίσει το δημοψήφισμα για την αναθεώρηση του τουρκικού Συντάγματος του 2017.
Διαβάστε όλες τις ειδήσεις από το tilegrafimanews.gr
Σύντομη ανασκόπηση: Ο Ερντογάν εξελέγη για πρώτη φορά πρόεδρος – άμεσα από τον λαό της Τουρκίας, και όχι από τους βουλευτές – το 2014, με ποσοστό 51,8%, κάνοντας έτσι τη μετάβαση από την πρωθυπουργία σε έναν προεδρικό θώκο που όμως δεν είχε όλες εκείνες τις εκτελεστικές υπερεξουσίες που ο νέος κάτοχός του επιθυμούσε.
Για να αποκτήσει αυτές τις υπερεξουσίες, ο Ερντογάν αποφάσισε στην πορεία να αλλάξει το τουρκικό Σύνταγμα, φέρνοντάς το πιο κοντά στα μέτρα των προσωπικών του φιλοδοξιών, πράγμα που όντως έκανε, και πάλι με την έγκριση του τουρκικού λαού, με εισιτήριο το δημοψήφισμα του 2017 (ένα δημοψήφισμα το αποτέλεσμα του οποίου ήταν, ωστόσο, οριακά υπέρ της αναθεώρησης: με 51,4% υπέρ έναντι 48,6% κατά).
Οι υποσχέσεις του 2017
Ένα από τα βασικά επιχειρήματα του Ερντογάν στην πορεία προς εκείνο το δημοψήφισμα του 2017, ήταν πως με τις αλλαγές που προωθούσε, η διακυβέρνηση της Τουρκίας θα καθίστατο περισσότερο εύρυθμη, απρόσκοπτη και, ως εκ τούτου, αποτελεσματική, στο πλαίσιο ενός κρατικού μηχανισμού που και εκείνος θα είχε απαλλαχθεί από τα βαρίδια και τις όποιες δυσκαμψίες του παρελθόντος.
Πλέον, έπειτα από ακριβώς τέσσερα χρόνια εκτελεστικής υπερπροεδρίας (Ιούνιος 2018 – Ιούνιος 2022), διερωτάται κανείς τι απέγινε εκείνη η πολλά υποσχόμενη «αποτελεσματικότητα» για την οποία μιλούσε ο Τούρκος πρόεδρος τα έτη 2017 και 2018.
Διότι τα περασμένα τέσσερα χρόνια έγιναν μεν πολλά, πλην όμως όχι ακριβώς αποτελεσματικά για τον ίδιο τον Ερντογάν, το περιβάλλον του και τους Τούρκους ψηφοφόρους.
Θα μπορούσε, βέβαια, να κατηγορήσει κανείς για όλα όσα συνέβησαν τον έξω κόσμο: την πανδημία, τον πόλεμο στην Ουκρανία κ.ά. Τα προβλήματα είχαν ωστόσο ξεκινήσει για τον Ερντογάν, και με ευθύνη του ιδίου του Ερντογάν, αρκετά νωρίτερα.
Οι 4 λίρες που έγιναν 17
Ξεκινώντας από τον χώρο της οικονομίας, η τουρκική λίρα έχει από το καλοκαίρι του 2018 και έπειτα απωλέσει περίπου το 73% της αξίας της έναντι του δολαρίου, όπως υπολογίζει ο Τούρκος οικονομολόγος Μουσταφά Σονμέζ σε άρθρο του. Ένα δολάριο «άξιζε» όσο περίπου 4 λίρες την άνοιξη του 2018 και πλέον «αξίζει» όσο… 17.
Όσο για τον πληθωρισμό στη γείτονα χώρα, εκείνος «χτύπησε» υψηλό 24ετίας τον περασμένο Μάιο (73,5%, σύμφωνα με την τουρκική στατιστική υπηρεσία) και συνεχίζει να ανεβαίνει… προς το 80%, σύμφωνα με τις σχετικές εκτιμήσεις της Goldman Sachs.
Παράλληλα με το κόστος ζωής, έχουν βέβαια ανέβει τα περασμένα χρόνια και πολλά άλλα στην Τουρκία, μεταξύ αυτών για παράδειγμα και το έλλειµµα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών που διαμορφώθηκε σε 5,55 δισ. δολ. τον Μάρτιο του 2022, από 2,29 δισ. δολ. που ήταν τον ίδιο μήνα του 2021.
Ο μόνος δείκτης που δεν ανεβαίνει
Το μόνο που δεν ανεβαίνει στη γειτονική χώρα είναι τα επιτόκια της Κεντρικής Τράπεζας που έχουν κολλήσσει επί σειρά μηνών στο 14% παρά τον καλπάζοντα πληθωρισμό, όπως σχολιάζουν καυστικά οι συντάκτες του Turkey recap.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν βέβαια και δείκτες που υποχωρούν όπως είναι για παράδειγμα εκείνοι… της δημοτικότητας Τούρκου προέδρου και της παράταξής του (AKP).
Από το 52% στο 30%
Εάν διεξάγονταν τώρα εκλογές στη γείτονα, ο Ερντογάν θα εξασφάλιζε ως υποψήφιος πρόεδρος κάτω από 40% (από 52,6% που είχε λάβει τον Ιούνιο του 2018) και το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) κάτω από 35% ή ακόμη και από 30% (από 42,6% που είχε το 2018).
Εν τω μεταξύ, κατά τη διάρκεια των τελευταίων τεσσάρων ετών της εκτελεστικής υπερπροεδρίας, η παράταξη του Ερντογάν «κατάφερε» παράλληλα (αρχής γενομένης από το 2019) να χάσει τις δημαρχίες σε Άγκυρα και Κωνσταντινούπολη.
Οι φίλοι που έγιναν εχθροί
Μέσα στην ίδια περίοδο, ο Ερντογάν είδε και κάποιους από τους άλλοτε κορυφαίους υπουργούς του να στρέφονται εναντίον του, προχωρώντας στη σύσταση νέων αντιπολιτευόμενων πολιτικών δυνάμεων: ο Αχμέτ Νταβούτογλου με το Κόμμα του Μέλλοντος (Gelecek Partisi), και ο Αλί Μπαμπατζάν µε το Κόμμα Δημοκρατίας και Προόδου (DEVA).
Παράλληλα, τα τελευταία χρόνια, η Τουρκία του Ερντογάν «κατάφερε» και άλλα πολλά: για παράδειγμα να εκδιωχθεί από το πρόγραμμα συμπαραγωγής των F-35 λόγω των ρωσικών S-400, αλλά και να «συγκρουστεί» με την Ελλάδα (με αποκορύφωμα την κρίση του 2020).
Πρόωρες το φθινόπωρο;
Αξιολογώντας τα πρώτα δυόμισι χρόνια λειτουργίας του προεδρικού συστήματος του Ερντογάν, η Σινέμ Αντάρ και ο Γκίντερ Ζόιφερτ του Κέντρου Εφαρμοσμένων Τουρκικών Σπουδών (Centre for Applied Turkey Studies) του γερμανικού ινστιτούτου SWP έγραφαν τον Απρίλιο του 2021 ότι υπό αυτό το νέο σύστημα: αποδυναμώθηκε το τουρκικό κοινοβούλιο, υπονομεύθηκε η τοπική αυτοδιοίκηση, έγινε περισσότερο δυσλειτουργική η τουρκική δικαιοσύνη, προσέλαβε παραλυτικές διαστάσεις η τουρκική γραφειοκρατία και επιδεινώθηκε η ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών στη γείτονα χώρα.
Πλέον, περίπου δεκαπέντε μήνες μετά, πολλά από όσα περιέγραφαν οι ερευνητές του SWP σε εκείνη την έκθεσή τους τον Απρίλιο του 2021, έχουν πια επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο… στον δρόμο προς τις επόμενες τουρκικές εκλογές, είτε εκείνες διεξαχθούν το 2023 όπως είναι προγραμματισμένο, είτε το ερχόμενο φθινόπωρο (και ανακοινωθούν τον Ιούλιο, ανήμερα της επετείου της απόπειρας του πραξικοπήματος του 2016, όπως φημολογείται…)
Γιώργος Σκαφιδάς/ kathimerini.gr