Την ώρα που τα κρούσματα της «ευλογιάς των πιθήκων» αυξάνονται σε όλη την Ευρώπη, ο Εθνικός Οργανισμός Δημόσιας Υγείας έστειλε εγκύκλιο σε όλα τα νοσοκομεία της χώρας.
Και αν μέχρι σήμερα τα κρούσματα περιορίζονταν σε ΗΠΑ, Βρετανία, Ισπανία και Πορτογαλία, το πρώτο κρούσμα της ασθένειας στην Ιταλία σήμανε συναγερμό στην Ευρωπαϊκή Ένωση – που βλέπει τη διασπορά να μεγαλώνει.
«Αυτό το ξέσπασμα είναι σπάνιο και ασυνήθιστο», δήλωσε η επιδημιολόγος Σούζαν Χόπκινς, η οποία είναι η επικεφαλής ιατρικός σύμβουλος της Υπηρεσίας Ασφάλειας Υγείας του Ηνωμένου Βασιλείου (UKHSA). «Το πού ακριβώς και το πώς [οι άνθρωποι] μολύνθηκαν παραμένει υπό επείγουσα έρευνα» πρόσθεσε.
Εξοπλισμό σε γιατρούς και νοσοκόμες
Οι γιατροί και το ιατρικό προσωπικό στις χώρες που καταγράφονται κρούσματα θα παροτρύνονται να φορούν επιπλέον εξοπλισμό ατομικής προστασίας όταν εξετάζουν ασθενείς με νέο εξάνθημα, προκειμένου να αποκλειστεί το ενδεχόμενο μαζικής μετάδοσης της «ευλογιάς των πιθήκων».
Παράλληλα, όσοι πολίτες διαπιστώσουν ότι έχουν συμπτώματα που μοιάζουν με αυτά της ασθένειας, θα πρέπει να ειδοποιούν τις υγειονομικές αρχές και να ακολουθούν πιστά τις οδηγίες που θυα τους δίνονται.
Τα συμπτώματα της ευλογιάς των πιθήκων
Η «ευλογιά των πιθήκων» οφείλει το όνομά της στην προέλευσή της από το ζώο, ενώ συνήθως μεταδίδεται στον άνθρωπο μετά από επαφή με τρωκτικά όπως οι αρουραίοι και τα ποντίκια.
Αυτά μεταδίδουν τη νόσο μέσω των σωματικών υγρών τους, με το αίμα, τις φουσκάλες και τα κόπρανα να λειτουργούν ως παράγοντες μετάδοσης.
Τα κύρια συμπτώματα της είναι: Πυρετός, πονοκέφαλος, μυϊκοί πόνοι, ρίγη, κόπωση και δερματικά εξανθήματα σε όλο το σώμα.
Πρόκειται για μία σπάνια ιογενής λοίμωξη, η οποία σκοτώνει έως και 1 στους 10 από τους μολυσμένους, ενώ μεταξύ των ανθρώπων μεταδίδεται μέσω αναπνευστικών σταγονιδίων κατά την παρατεταμένη επαφή πρόσωπο με πρόσωπο ή μέσω σωματικών υγρών.
Το εξάνθημα εμφανίζονται αρχικά στο πρόσωπο πριν εξαπλωθούν αλλού και μπορεί να μοιάζουν με ανεμοβλογιά, ενώ η διάρκεια των συμπτωμάτων της «ευλογιάς των πιθήκων» ποικίλλει και μπορεί να διαρκέσει από δύο εβδομάδες έως ένα μήνα.
Τα συμπτώματα δεν είναι συνήθως θανατηφόρα, ωστόσο οι άνθρωποι θα πρέπει να παραμείνουν σε ειδικούς νοσοκομειακούς θαλάμους, προκειμένου να αναρρώσουν χωρίς πρόβλημα.