Κύπρος
Γράφει ο Δημήτρης Ράπτης, Δόκιμος Αναλυτής Κέντρου Διεθνών Στρατηγικών Αναλύσεων (ΚΕΔΙΣΑ)
«Η σημασία του Κυπριακού από την οπτική της Τουρκίας μπορεί να μελετηθεί κατά βάση σε δύο κύριους άξονες. Ο πρώτος προκύπτει από την ιστορική ευθύνη της Τουρκίας για εμπέδωση της ασφάλειας της μουσουλμανικής τουρκικής κοινότητας της νήσου και είναι άξονας κοινωνικού χαρακτήρα. Ο δεύτερος σημαντικός άξονας του Κυπριακού ζητήματος είναι η σημασία της γεωγραφικής θέσης του νησιού από γεωστρατηγική άποψη».[1]
Στο «Στρατηγικό Βάθος» το παραπάνω απόσπασμα αντικατοπτρίζει τους κύριους στόχους της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής πάνω στο Κυπριακό Ζήτημα. Ο πρώτος άξονας αποτέλεσε και μία από τις αφορμές εισβολής και παράνομης κατοχής της Μεγαλονήσου και αναπαράγεται μέχρι σήμερα. Μεγάλη σημασία, όμως για την αδιάλλακτη αυτή στάση της Τουρκίας απέναντι στο ζήτημα έχει ο δεύτερος άξονας που αιτιολογεί τη στρατηγική σημασία της Κύπρου για την Τουρκία.
Η επιμονή της Τουρκίας στην αδιάλλακτη πολιτική της έγκειται στη γεωγραφική θέση της Κύπρου, η οποία σύμφωνα με τον Νταβούτογλου, βρίσκεται στην καρδιά του ζωτικού της χώρου. «Η Τουρκία ακόμη κι αν δεν υπήρχε Τούρκος εκεί, όφειλε να διατηρεί ένα Κυπριακό Ζήτημα»[2]. Ο παραπάνω ισχυρισμός δημιουργεί εύλογα ερωτήματα και εξηγεί τη στάση της γείτονος χώρας τα τελευταία 43 χρόνια. Αντιλαμβανόμαστε ότι το ζήτημα, λοιπόν, δεν ήταν και ούτε είναι η προστασία του τουρκικού πληθυσμού, αλλά η γεωστρατηγική θέση της Κύπρου για τις περιφερειακές και παγκόσμιες στρατηγικές διότι αποτελεί συνδετικό κρίκο για τη Μέση Ανατολή, την Ανατολική Μεσόγειο, τη διώρυγα του Σουέζ, το Αιγαίο, την Ερυθρά Θάλασσα και τον Περσικό κόλπο και εντάσσεται στο πλαίσιο της θαλάσσιας επιθετικής στρατηγικής της Τουρκίας, ενώ ταυτόχρονα ενισχύει το πεδίο δράσης της στην ευρύτερη περιοχή.
Ελέγχοντας την Κύπρο, είναι σε θέση τουλάχιστον διπλωματικά να ελέγχει τις μεταβαλλόμενες ισορροπίες στις σχέσεις των κρατών στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Οι ιστορικές συγκυρίες ήταν τέτοιες που επέτρεψαν στην Τουρκία να εισβάλει με μικρό κόστος, συγκριτικά με το ελληνικό στοιχείο, έχοντας ως αφορμή την προστασία του τουρκικού πληθυσμού στην Κύπρο, ενώ η εγκαθίδρυση της θέσης της στο Βόρειο τμήμα του Νησιού αποτέλεσε αιμορραγούσα πληγή για τον ελληνισμό.
Η αδιάλλακτη στάση της Τουρκίας στο Κυπριακό και οι παράλογες απαιτήσεις της έχουν τις ρίζες τους στον δεύτερο άξονα που αιτιολογεί τη στρατηγική σημασία της Κύπρου για την Τουρκία. Στα παραπάνω δεδομένα πέρα από το διπλωματικό στοιχείο, έχει προστεθεί και το οικονομικό, το οποίο αυτή τη χρονική στιγμή είναι πολύ σημαντικό για την τουρκική οικονομία εφόσον πρόσφατες έρευνες και οικονομικά στοιχεία δείχνουν ότι η Τουρκία εισέρχεται σε κρίση με τη λίρα να χάνει την αξία της. Το οικονομικό στοιχείο έγκειται στα ενεργειακά κοιτάσματα που βρέθηκαν στην κυπριακή ΑΟΖ και αποτέλεσαν την «κινητήριο δύναμη» για την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων, με την εκλογή του κατοχικού ηγέτη, Μουσταφά Ακιντζί, να φαντάζει την ιδανική ευκαιρία επίλυσης του Κυπριακού Ζητήματος. Πίσω από τα πολλά υποσχόμενα λόγια και τις όλο χαμόγελο φωτογραφίες των δύο ηγετών κρυβόταν η ωμή πραγματικότητα, η οποία όμως, ήταν φανερή από τα πρώτα κιόλας βήματα της επανέναρξης των διαπραγματεύσεων με μία ρεαλιστική ανάγνωση των εξελίξεων. Ποια είναι αυτή η ρεαλιστική ανάγνωση; Η Τουρκία δεν θέλει λύση στο Κυπριακό Ζήτημα ή θέλει μία λύση στα μέτρα της.
[irp posts=”115762″ name=”Κυπριακό: Ο Αναστασιάδης ενημέρωσε τον ΟΗΕ για τις τελευταίες εξελίξεις”]
Η θέση της[3] αυτή επιβεβαιώνεται από τις πρώτες «ολοκληρωμένες» προσπάθειες επίλυσης με το τότε Σχέδιο Ανάν που προωθούσε μία λύση υπέρ της Τουρκίας αλλά και από τις τρέχουσες εξελίξεις όπως διαμορφώνονται το τελευταίο διάστημα. Επιπλέον, παρατηρείται μία ασυμφωνία συμφωνιών και ενεργειών από πλευράς Τουρκίας. Στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων η γείτονα χώρα παρουσιάζεται ως η χώρα υποστηρικτής των καλών σχέσεων και της συνεργασίας μεταξύ Ελληνοκύπριων και Τουρκοκύπριων ενώ παράλληλα στο κομμάτι των ενεργειών παραβλέπει και καταπατά συμφωνίες. Πιο συγκεκριμένα, προσπαθεί να μεθοδεύσει την προσάρτηση των Κατεχομένων και κατ επέκταση να αποκτήσει τον πλήρη έλεγχο της Κύπρου. Τα παραδείγματα πολλά, ωστόσο για την οικονομία του άρθρου θα αναφερθούν τα πιο τρανταχτά. Η Τουρκία με τη μεταφορά νερού στα κατεχόμενα και τη δημιουργία παράνομου αγωγού γι’ αυτό το σκοπό, επιδιώκει την εδραίωση της κατοχής του Βορείου τμήματος της Κύπρου και τη μεγιστοποίηση του ελέγχου και της τουρκικής επιρροής επί της Μεγαλονήσου, καθώς υπαγορεύει και όρους για τη διαχείριση του νερού αλλά και με την ενοποίηση των ηλεκτρικών δικτύων ελευθέρων περιοχών και κατεχομένων.
Επιπλέον, η Άγκυρα προχωρά στην αποστολή Τούρκων εποίκων στα κατεχόμενα με σκοπό να επηρεάσει τα δημογραφικά δεδομένα της Κύπρου και με αυτό τον τρόπο να εγείρει περισσότερες αξιώσεις ενώ αμφισβητεί με έγγραφό της στον ΟΗΕ την κυπριακή ΑΟΖ θίγοντας τις συμφωνίες της Κυπριακής Δημοκρατίας με την Αίγυπτο και την Ελλάδα. Η Τουρκία διεκδικεί την ΑΟΖ μεγάλου μέρους της Ανατολικής Μεσογείου στην οποία έχει, όπως ισχυρίζεται, «νόμιμα και κυριαρχικά δικαιώματα» δυτικά του 32ου μεσημβρινού. Μάλιστα, τονίζεται ότι η τουρκική υφαλοκρηπίδα στις προαναφερθείσες περιοχές ακολουθεί τη μέση γραμμή Τουρκίας-Αιγύπτου ενώ προστίθεται στο δυτικό τερματικό σημείο αυτών και η περιοχή νοτίως και ανατολικά της Ρόδου και του Καστελλόριζου. Οι ευθείες αυτές αμφισβητήσεις και ενέργειες επισκιάζουν το «θετικό» κλίμα που υπήρχε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και στην αρχική ώθηση που δόθηκε για γρήγορη επίλυση του Ζητήματος.
Τι συμβαίνει, όμως, αυτή την περίοδο; Οι διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Τουρκοκυπριακής κοινότητας έχουν πέσει σε στάσιμα νερά και το προηγούμενο «θετικό» κλίμα βούλιαξε στον ίδιο βάλτο, έπειτα από δυσκολία εξεύρεσης συμφωνίας στα δύσκολα ζητήματα όπως το εδαφικό, το περιουσιακό και αυτό των εγγυήσεων στο Mont Pelerin της Ελβετίας. Από αυτό το σημείο και έπειτα παρατηρείται μία αλλαγή ρητορικής από τον Τουρκοκύπριο ηγέτη και αποδεικνύεται πλέον ξεκάθαρα ότι ο ίδιος δεν είναι παρά μία προέκταση του χεριού του Ερντογάν. Σε προηγούμενη ανάλυση είχα αναφέρει ότι εάν ο κατοχικός ηγέτης δεν απεξαρτηθεί από την τουρκική κηδεμονία μία λύση δεν πρόκειται να είναι υπέρ της Κυπριακής Δημοκρατίας. Εμπράκτως, λοιπόν είναι φανερός ο δρόμος που έχει επιλέξει ο κος Ακιντζί εφόσον η ρητορική που ακολουθεί είναι προκαθορισμένη από την Άγκυρα και «Ερντογανική». Συγκεκριμένα, σε συνέντευξη που παραχώρησε στην εφημερίδα Τζουμχουριέτ ανέφερε ότι «Η Ελλάδα και η ελληνοκυπριακή πλευρά σίγουρα πρέπει να παρατήσει την ρητορική «μηδέν στρατός και εγγυήσεις». Το σύστημα εγγυήσεων του 1960 και η τότε συμφωνία δεν μπορεί να αλλάξει ούτε σημείο στίξης, ακόμη και 57 χρόνια μετά. Μετά την επιχείρηση του 1974, για πολλά χρόνια λεγόταν ότι υπάρχουν 40.000 στρατιώτες, αλλά γνωρίζουμε ότι αυτός ο αριθμός έχει μειωθεί. Αν υπάρξει συμφωνία ούτε εμείς αλλά ούτε και η Τουρκία στοχεύουμε να παραμείνει τέτοιος αριθμός στρατού. Στη συμφωνία του 1960 ήταν 650 Τούρκοι και 950 Έλληνες στρατιώτες. Ο αριθμός μπορεί να αλλάξει με συμβιβασμό, να είναι και πιο πάνω. Σε ό,τι αφορά τις εγγυήσεις πρέπει να καταλάβουν οι συνομιλητές μας ότι οι Τουρκοκύπριοι δεν βλέπουν την ασφάλεια τους πουθενά εκτός από την Τουρκία»[4]. Την ίδια στιγμή, η Άγκυρα προχωράει σε δηλώσεις επιθετικού χαρακτήρα διαστρεβλώνοντας την πραγματικότητα και συνεχίζει το λεγόμενο blame game κατηγορώντας την Ελλάδα και την Κύπρο για τη στασιμότητα στις διαπραγματεύσεις ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να κερδίσει τις διεθνείς εντυπώσεις.
Συμπερασματικά, υπό αυτές τις συνθήκες και έτσι όπως έχει διαμορφωθεί το κλίμα μετά την αποχώρηση του Τουρκοκύπριου ηγέτη από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων μία λύση στο Κυπριακό δεν μπορεί να καταστεί εφικτή. Το επερχόμενο δημοψήφισμα στην Τουρκία δυσχεραίνει την κατάσταση και συνδέεται άμεσα με την επιθετική στάση της απέναντι σε Ελλάδα και Κύπρο εφόσον ο Ερντογάν προσπαθεί να προσεγγίσει και να εξασφαλίσει την απαραίτητη εθνικιστική ψήφο υπέρ του. Εάν η τουρκική αδιαλλαξία και επιθετικότητα συνεχιστεί δε θα μπορέσει να βρεθεί μία λύση, πόσο μάλλον να γίνεται λόγος για λύση βιώσιμη και δίκαιη. Στο μεσοδιάστημα, Ελλάδα και Κύπρος θα πρέπει να παρακολουθούν στενά τις ενέργειες της Τουρκίας και τις εξελίξεις στο μεταβαλλόμενο περιβάλλον, στο οποίο ανήκουν και να προσβλέπουν σε συνεργασίες και επαφές με περιφερειακές χώρες όπως το Ισραήλ, την Αίγυπτο και τον Αραβικό κόσμο. Τέλος, όπως έχω ξανατονίσει, εφόσον η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας δεν αφήνει περιθώρια προόδου στο «Κυπριακό» και η διατήρηση των κόκκινων γραμμών της παραμένει και ενισχύεται, η Κύπρος δεν θα πρέπει να πιέσει προς την κατεύθυνση επίλυσης. Μόνο εάν ο τουρκοκύπριος ηγέτης, Μουσταφά Ακιντζί, αποφασίσει να απεξαρτηθεί από την κηδεμονία της Τουρκίας θα μπορούμε να ελπίζουμε για μια δίκαιη λύση. Στο μεταξύ Κύπρος και Ελλάδα θα πρέπει συνεχώς να στρέφονται προς αναζήτηση νέων συμμαχιών και να χαράζουν το δρόμο τους στο διεθνές γίγνεσθαι με σεβασμό προς το διεθνές δίκαιο όπως εξάλλου πράττουν.
[1] Νταβούτογλου Α. (2010). Το Στρατηγικό Βάθος. Αθήνα: Ποιότητα.
[2] Στο ίδιο
[3] «Η Τουρκία ακόμη κι αν δεν υπήρχε Τούρκος εκεί, όφειλε να διατηρεί ένα Κυπριακό Ζήτημα»
[4] Ακιντζί: Η Τουρκία λύση χωρίς εγγυήσεις και στρατιωτική δύναμη, Η Καθημερινή, http://www.kathimerini.gr/895425/article/epikairothta/kosmos/akintzi-h-toyrkia-den-8a-apodex8ei-lysh-xwris-eggyhseis-kai-stratiwtikh-dynamh. (Πρόσβαση 28 Φεβρουαρίου 2017)