Στο περιθώριο των εξελίξεων σχετικά με την επόμενη μέρα από το τραγικό δυστύχημα (κατ’ άλλους «δολοφονία» από το βαθύ κράτος της δημοσιοϋπαλληλικής ανευθυνότητας) των Τεμπών με τα 57 αθώα θύματα, στην Κουμουνδούρου εξελίσσεται, με όλους τους κανόνες πολιτικής «εμπλοκής», μια κορυφαία μάχη ανάμεσα «στον Πολακισμό» από τη μια και «στην ειρηνική μετάβαση στην σοσιαλδημοκρατία» από την άλλη, με κυρίαρχους (πλην όχι αποκλειστικούς) εκφραστές των δύο τάσεων τον εκ Σφακίων μπρουτάλ ( μάλλον προς το πρωτόγονος πάει) Κρητικό και τους οπαδούς του και τον «άχαστο ηγέτη» από την άλλη, παρέα με τους επικοινωνιολόγους του.
ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΥΦΑΝΤΗ
Ο κ. Αλέξης Τσίπρας ζει, μέσα στην βαθιά του επιθυμία για μια νέα κυβερνητική θητεία, ώστε να λάβουν σάρκα τα όνειρα της Περιστέρας «για την κατάληψη της εξουσίας» και να μην τον πρήζει κάθε βράδι με την ευκαιρία που χάθηκε το 2015, ένα προσωπικό, πολιτικό, ιδεολογικό και κομματικό δράμα: την ώρα που όλοι οι διπλανοί του, με επικεφαλής τους κ.κ. Λούλη και Μαύρο (εσχάτως λέγεται ότι προστέθηκε και «αμερικανική βοήθεια») τον ωθούν επιτακτικά, καθώς διαβάζουν τους οιωνούς, προς μια σαφή μετατόπιση «προς την σοσιαλδημοκρατία», άνευ της οποίας «ουδέν εστί γενέσθαι των δεόντων», ο ίδιος αισθάνεται « μ’ έκοψαν, με χώρισαν στα δυο, τη μια πλευρά μου, τη μια φτερούγα μου…».
Η ιδέα του επικοινωνιακού διδύμου (κατάλληλα σερβιρισμένη και από την αμερικάνικη βοήθεια) να «καθαρίσει» και δη στεγνά τον Παύλο Πολάκη από το περιβάλλον του ή, ακόμη καλύτερα, να τον εξωθήσει σε αποχώρηση από τον ΣΥΡΙΖΑ, τον τρομάζει, σχεδόν τον παραλύει για λόγους που ξεπερνούν την απλή εκλογική λογική των αριθμών και ανάγονται σε σημαντικά θέματα ιδεολογικοπολιτικής ορθότητας, ου μην και σε ζητήματα χαρακτήρα.
Τι συμβαίνει; Ο κ. Τσίπρας, που έχει πολλάκις αποδείξει ότι δεν ορρωδεί προ ουδενός, ακόμη και όταν χρειάζεται να σφουγγαρίσει παλιούς συνοδοιπόρους (Λαφαζάνης, Ζωή Κωνσταντοπούλου, Βαρουφάκης κ.λ.π.) αν το «σφουγγάρισμα» προκύπτει από πολιτικές ή ιδεολογικές διαφοροποιήσεις και συγκρούσεις, αδυνατεί, προς το παρόν, να αντιμετωπίσει την προοπτική να οδηγήσει «το άλλο του μισό» στην αποχώρηση από το κόμμα, όχι επειδή νοιώθει να απειλείται πολιτικά ή εκλογικά, αλλά επειδή « θα απομείνει μισός» μετά από μια ανάλογη εξέλιξη.
Ο κ. Πολάκης δεν είναι μια απλή, καθημερινή περίπτωση πολιτικού με «περίεργο ύφος και διαφορετικές προτεραιότητες», που ζει για να προκαλεί και προκαλεί για να επιβεβαιώνει τη θέση του, αντίθετα συνιστά μια προνομιακή προσωπικότητα με ειδικά ψυχολογικά χαρακτηριστικά που παραπέμπουν στις κυρίαρχες παραδόσεις της ελληνική αριστεράς, όπως αυτές διαμορφώθηκαν στην πορεία των ετών μετά τη λήξη του εμφυλίου και στηρίχτηκαν στο «αγνό» ταξικό μίσος για κάθε τι που αναφέρεται στους νικητές του εκείνου του πολέμου.
Ο κ. Πολάκης δεν είναι Νίκος Κοτζιάς να ζει το όνειρο του Χόνεκερ ή του Γιαρουζέλσκι, να φαντασιώνεται ότι είναι ο νέος Σουσλόφ και να καταγίνεται με το νεορθόδοξο ρωσικό εθνικιστικό παραλήρημα των περί τον Πούτιν «φιλοσόφων» του πανρωσισμού, ούτε Λαφαζάνης να ζει με την ονείρωξη της κατάληψης του Νομισματοκοπείου για να τυπωθούν δραχμές, μόλις η χώρα βγει από το ευρώ!
Ο Κρητικός «καβαλάρης της νεοκομμουνιστικής ορθοδοξίας» δεν πουλάει πολιτική, δεν διακινεί ιδεολογία, δεν στέργει στην αριστερή κανονικότητα, δεν ακούει καν όλες αυτές τις «συντροφικές λινάτσες» ή τους «λιμοκοντόρους της επικοινωνίας» που μιλάνε για απαραίτητη στροφή στην σοσιαλδημοκρατία, αν θέλει ο κ. Τσίπρας να διεκδικήσει μια νέα θητεία στο Μέγαρο Μαξίμου.
Ο κ. Πολάκης μισεί την κυρίαρχη αριστερή κανονικότητα και δεν το κρύβει. Δεν θέλει να σκέφτεται πως το μίσος, ως κινητήρια δύναμη της αριστερής καθαρότητας, θα δώσει τη θέση του σε «τραλαλά» χαρούλες και αγκαλίτσες με μερικούς δήθεν κεντρώους, οι οποίοι στο μυαλό του είναι απείρως χειρότεροι από τους καθαρόαιμους δεξιούς, επειδή είναι αφετηριακά σκυφτοί ξεπουλημένοι κυρ Παντελήδες.
Ο κ. Τσίπρας είναι ένας «προεδρικός» Πολάκης, όσες απόπειρες και αν κάνει να κρύψει τον εγγενή θαυμασμό του για τον Κρητικό σύντροφο. Μεγάλωσε με τη λογική του τέως δημάρχου Σφακίων, διαμορφώθηκε (με την αμέριστη συμβολή της Περιστέρας) στην παλιά καλή ΚΝΕ του παραδόσεων του Χημείου και των πορειών με τα στυλιάρια, ριγάει ακόμη απέναντι στο παλιό κλέος της οργάνωσης, μνημονεύει τις επιτυχίες της, υπακούει στις ιδεολογικές της νόρμες και επενδύει τα μέγιστα στον πολιτικό διαχωρισμό των πολιτών «σε δικούς μας και σε άλλους», αυτό το «η θα τους τελειώσουμε ή θα μας τελειώσουν» τον έχει κυριεύσει.
Ο χρόνος για να αλλάξει προσωπείο και να επενδύσει σε μια soft εκδοχή της κινηματικής αριστεράς των δρόμων και των πλατειών είναι ελάχιστος, δεν επαρκεί για μεγάλες αλλαγές, άλλωστε και να επικοινωνηθούν μερικές τέτοιες δεν πρόκειται ποτέ να είναι δομικές, ο ίδιος ο κ. Τσίπρας «δεν θέλει και δεν μπορεί» να παραστήσει τον σοσιαλδημοκράτη, ούτε το στενό του περιβάλλον επιθυμεί να τον δει να καταναλώνεται σε «γλυκανάλατες περιπτύξεις» με τους νοικοκυραίους, αυτοί δεν ήταν ποτέ «επαναστατικά υποκείμενα», μάλλον προς σκέτο «υποκείμενα» τους κατατάσσουν οι κομματικές γραφές.
Ο κ. Λούλης με τον κ. Μαύρο θα χάσουν όσο και αν προσπαθήσουν! Ο χαρακτήρας του κ. Τσίπρα δεν αλλάζει, αυτός είναι «κι όποιου του αρέσει», οι προτεραιότητες του παραμένουν οι ίδιες, προσφέρει μια νέα, εν έτει 2023, εκδοχή της παλιάς «δικτατορίας του προλεταριάτου» βενεζουελανής έμπνευσης και δεν δείχνει καμία διάθεση να αλλάξει.
Δεν ήταν καθόλου τυχαία η απάντηση του «υπάρχουν τα κομματικά όργανα» στην ερώτηση «τι προτίθεται να κάνει με την περίπτωση του κ. Πολάκη».
Στην μακραίωνη ιστορία δολοφονίας χαρακτήρων της παγκόσμιας αριστεράς «τα όργανα» ήταν πάντα η μπουζουριέρα των «δολοφόνων».
Υ.Γ.: Το άρθρο του Χρήστου Υφαντή γράφτηκε πριν τη δημοσιοποίηση της επιστολής-«δήλωσης μετανοίας» του Πολάκη.
*To σκίτσο είναι της Έφης Ξένου από «Τα Νέα»