Συνταξιούχοι: «Ανάσα» πήραν πάνω από 20.000 εργαζόμενοι στο δημόσιο, οι οποίοι, ενώ είχαν συνταξιοδοτηθεί, συνέχιζαν να εργάζονται, αλλά σύμφωνα με νόμο του 2015 έπρεπε να αμείβονται με τον εισαγωγικό μισθό και όχι με αυτόν που αντιστοιχούσε στα προσόντα τους και τα χρόνια εργασίας.
Εάν ο νόμος δεν άλλαζε, οι εν λόγω εργαζόμενοι θα έπρεπε να επιστρέψουν στο δημόσιο τα ποσά που προέκυπταν από τη διαφορά μεταξύ του τρέχοντος και του προβλεπόμενου μισθού, που σε πολλές περιπτώσεις έφταναν ακόμη και τις 50.000 ευρώ. Η κυβέρνηση, βλέποντας το πρόβλημα που είχε δημιουργηθεί σε μεγάλο αριθμό εργαζομένων, αποφάσισε να δώσει πολιτική λύση, προχωρώντας σε νέα νομοθεσία που ουσιαστικά ακύρωνε την προηγούμενη.
Έπρεπε να επιστραφούν ποσά έως και 50.000 ευρώ
Σύμφωνα με μια νομοθετική ρύθμιση που ψηφίστηκε το 2015, οι εργαζόμενοι με σχέση ιδιωτικού δικαίου σε δημόσιους φορείς, οι οποίοι συνέχιζαν να εργάζονται μετά τη συνταξιοδότηση τους, έπρεπε να ενταχθούν στο εισαγωγικό μισθολογικό κλιμάκιο και να λαμβάνουν αποδοχές σαν να ήταν νεοπροσλαμβανόμενοι.
Η παραπάνω ρύθμιση είχε ως αποτέλεσμα χιλιάδες εργαζόμενοι, που συνέχιζαν να εργάζονται και λάμβαναν τον κανονικό τους μισθό, να βρεθούν «χρεωμένοι» με δεκάδες χιλιάδες ευρώ, τα οποία καλούνταν να επιστρέψουν στο Δημόσιο για το διάστημα μετά τη συνταξιοδότησή τους.
Συγκεκριμένα, πάνω από 20.000 εργαζόμενοι είχαν οφειλές που σε πολλές περιπτώσεις ξεπερνούσαν και τις 50.000 ευρώ. Το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους επέμενε στην εφαρμογή της ρύθμισης και
την είσπραξη των επιπλέον ποσών ως αχρεωστήτως καταβληθέντων.
Δόθηκε πολιτική λύση στο πρόβλημα
Ωστόσο, μετά από πολύμηνες διαβουλεύσεις, το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας έφερε νομοθετική διάταξη, που ενσωματώθηκε στο νομοσχέδιο για τα ανασφάλιστα οχήματα, με την οποία επιλύθηκε το συγκεκριμένο πρόβλημα. Το πρόβλημα προέκυψε για χιλιάδες συνταξιούχους που συνέχιζαν να εργάζονται σε φορείς που ανήκουν στη Γενική Κυβέρνηση.
Σύμφωνα με εγκύκλιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, οι εργαζόμενοι που είχαν συνταξιοδοτηθεί και παρέμειναν στην υπηρεσία έπρεπε να συνεχίσουν να εργάζονται με τον χαμηλότερο εισαγωγικό μισθό, χωρίς τις αυξήσεις που είχαν αποκτήσει με τα χρόνια στην υπηρεσία.
Αυτό δημιούργησε μεγάλο πρόβλημα σε χιλιάδες εργαζόμενους σε οργανισμούς όπως οι ΔΕΚΟ, η ΔΕΗ, η ΕΡΤ, καθώς και στους ΟΤΑ πρώτου και δεύτερου βαθμού.
Οι εργαζόμενοι αυτοί έπρεπε να υπολογίσουν τον μισθό που έπαιρναν παράλληλα με τη σύνταξη και να επιστρέψουν τη διαφορά στον εισαγωγικό μισθό, κάτι που σήμαινε σημαντική οικονομική επιβάρυνση για αυτούς.
Η νέα νομοθετική διάταξη έρχεται να διορθώσει αυτή την κατάσταση, επιτρέποντας στους υπαλλήλους να διατηρήσουν τον μισθό τους χωρίς να χρειαστεί να επιστρέψουν τα ποσά που είχαν λάβει, ανακουφίζοντας χιλιάδες οικογένειες από ένα τεράστιο οικονομικό βάρος.
Τι προβλέπει η νέα νομοθετική διάταξη
Η νέα νομοθετική διάταξη προβλέπει ότι οι συγκεκριμένοι υπάλληλοι διατηρούν το μισθολογικό κλιμάκιο που είχαν πριν τη συνταξιοδότησή τους και δεν αναζητούνται τυχόν υπερβάλλουσες μισθολογικές απολαβές που έχουν ήδη καταβληθεί.
Πιο συγκεκριμένα, η διάταξη αναφέρει τα εξής:
Οι υπάλληλοι με σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου διατηρούν το μισθολογικό κλιμάκιο που κατείχαν μέχρι την υποβολή της αίτησης συνταξιοδότησής τους και δεν προχωρούν σε ανώτερο κλιμάκιο έως τη λήξη της εργασιακής τους σχέσης.
Δεν καταλογίζονται, ούτε αναζητούνται τυχόν υπερβάλλουσες μισθολογικές απολαβές που έχουν καταβληθεί στους υπαλλήλους αυτούς λόγω της μη κατάταξής τους στο εισαγωγικό κλιμάκιο μετά την υποβολή της αίτησης συνταξιοδότησης.