Γιάννης Μόσχος: Με τις «Φοίνισσες» του Ευριπίδη, ένα έργο που παραδόξως δεν βλέπουμε πολύ συχνά, αναμετριέται στην πρώτη του σκηνοθεσία στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου (30-31/7 &1/8) ο Γιάννης Μόσχος.
Η εμβληματική τραγωδία με την οποία ο ποιητής μας παραδίδει μια ανατρεπτική εκδοχή του μύθου των Λαβδακιδών, αποτελεί τη δεύτερη καλοκαιρινή παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου και παρουσιάζεται σε μια σύγχρονη παράσταση μ’ ένα ξεχωριστό επιτελείο ερμηνευτών και συντελεστών.
Ο Γιάννης Μόσχος μίλησε στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων για τη δική του ματιά πάνω στο κείμενο του Ευριπίδη, για την εμφύλια διχόνοια που ιστορικά δε σταματά ποτέ να υπάρχει, για τις προτεραιότητες ενός Εθνικού Θεάτρου και για την υποψηφιότητά του για τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή της πρώτης κρατικής σκηνής.
-Πώς αισθάνεστε που κατεβαίνετε για πρώτη φορά στην Επίδαυρο;
Χαρά και συγκίνηση. Είναι μεγάλη χαρά να βρεθεί κανείς στο θέατρο. Υπάρχει ένα κλίμα τρομοκρατίας σε σχέση με την Επίδαυρο. Όλοι είναι φοβισμένοι ότι θα πρέπει κάτι ν’ αποδείξουν. Δεν αισθάνομαι καθόλου ότι χρειάζεται κανείς ν’ αποδείξει κάτι. Πρέπει να προσπαθήσει να είναι ειλικρινής και να επικοινωνήσει αυτό που νομίζει. Τώρα, κατά πόσο αυτό θα έχει ανταπόκριση στον κόσμο, είναι ένα πράγμα που μένει ν’ αποδειχτεί. Το θέμα είναι να μην έχεις αγωνία τι θα πουν οι άλλοι, αλλά να καταφέρεις να πεις αυτό που θέλεις. Δεν προκαλεί κανένα τρόμο το ίδιο το θέατρο, ίσα-ίσα, είναι πολύ φιλικό για τους συντελεστές και για τους ηθοποιούς κυρίως. Η Επίδαυρος σου προσφέρει μία ανοιχτή αγκαλιά.
-Το συγκεκριμένο έργο το επιλέξατε εσείς. Ήταν κάτι που σχεδιάζατε καιρό;
Ναι, ήταν ένα σχέδιο που υπήρχε πριν δυο-τρία χρόνια, το οποίο τελικά δεν προχώρησε, ήταν να γίνει και είχε μείνει στις καλένδες. Πρόκειται για ένα έργο που αγαπώ πολύ και όταν μου πρότεινε το Εθνικό να συνεργαστούμε ήταν το πρώτο έργο που συζητήσαμε.
-Τι είναι αυτό που σας γοητεύει στις «Φοίνισσες»;
Είναι ένα έργο που με συγκινεί βαθιά, χωρίς να μπορώ να σας εξηγήσω και πολύ λογικά το γιατί. Ίσως γιατί μιλά για τον εμφύλιο σπαραγμό και τη διχόνοια, βλέπω, δυστυχώς, την κοινωνία μας να διχάζεται ολοένα και περισσότερο τα τελευταία χρόνια και αγωνιώ για το πού θα μας οδηγήσει αυτό το κλίμα διχασμού.
-Πώς το προσεγγίσατε σκηνοθετικά; Στη συνέντευξη Τύπου του Εθνικού Θεάτρου είπατε ότι δεν φιλοδοξείτε να κάνετε κάποιον τρομερό πειραματισμό ούτε κάτι που δεν έχει ξαναγίνει.
Νομίζω ότι δεν είναι εύκολο να ανακαλύψεις μια τελείως καινούρια φόρμα, εγώ τουλάχιστον δεν ανακάλυψα κάποια νέα. Εμένα με ενδιαφέρει στην τραγωδία ένας πολύ λιτός κι αφαιρετικός ρεαλισμός που δεν αρνείται τον συμβολισμό.
-Κάνατε παρεμβάσεις στη δραματουργία;
Έκανα κάποιες τις οποίες έκρινα αναγκαίες, κυρίως σε σχέση με τα χορικά. Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η ιδέα του Ευριπίδη να βάλει ένα Χορό γυναικών, που δεν είναι Θηβαίες αλλά Φοίνισσες (γυναίκες από τη Φοινίκη), οι οποίες τυχαία εγκλωβίζονται μέσα στην πολιορκία της πόλης, άρα μπορούν να έχουν μια απόσταση από τα πράγματα και να δουν με πιο καθαρό μάτι τα τεκταινόμενα. Στα χορικά γίνεται μια ιστορική αναδρομή σε όλο το παρελθόν της γενιάς των Λαβδακιδών, αναφέροντας πάρα πολλά ονόματα και μύθους που είναι άγνωστοι για τον σημερινό θεατή. Ακόμα κι εγώ που κάθισα με προσοχή να μελετήσω το κείμενο ξανά και ξανά, μου πήρε πολύ χρόνο να καταλάβω πώς συνδέονται τα πράγματα, ποιος είναι ποιος και πώς συνδέονται οι μύθοι. Καταλαβαίνετε τη δυσκολία που θα αντιμετώπιζε ο θεατής ακούγοντας το κείμενο για πρώτη φορά. Κατά την εκτίμησή μου ένα έργο πρέπει να επικοινωνεί άμεσα με τον σύγχρονο θεατή. Γι’ αυτό και έκανα μια συμπύκνωση και μια «απλοποίηση» των χορικών, ώστε να είναι άμεσα προσιτή στο θεατή η θεματική για την οποία μιλούν τα χορικά του Ευριπίδη.
Έχω κάνει και άλλη μια παρέμβαση στο τέλος του έργου, καθώς το έργο όπως μας έχει παραδοθεί από τις μεταγραφές δεν έχει καθαρό τέλος. Η Αντιγόνη υπόσχεται από τη μία ότι θα θάψει τον Πολυνείκη και την ίδια στιγμή φεύγει με τον πατέρα της στην εξορία του στον Κολωνό. Δεν γίνεται να συμβαίνουν και τα δύο όμως. Προφανώς υπάρχει κάποια μεταγενέστερη νοθεία στους στίχους, το αποκλείω ένας τόσο σπουδαίος δραματουργός όσο ο Ευριπίδης να μην αντιλήφθηκε αυτό το πρόβλημα. Οπότε πήρα μια γενναία απόφαση να οδηγήσω σε μια πιο καθαρή λύση το φινάλε του έργου.
-Εσάς το κυρίαρχο σκηνοθετικό σας μέλημα, είναι, η ανάγνωση ενός έργου στην Επίδαυρο το οποίο δεν παίζεται συχνά ή η συνάντησή σας με το συγκεκριμένο έργο;
Η συνάντησή μου με το συγκεκριμένο έργο. Με ενδιαφέρει βέβαια και να γνωρίσει το κοινό ένα έργο που δεν είναι τόσο γνωστό. Ο τίτλος του είναι λίγο «παραπλανητικός» για τον σημερινό θεατή, δεν καταλαβαίνει κανείς ότι το έργο έχει ως ήρωες πολύ γνωστά πρόσωπα της γενιάς των Λαβδακιδών (Οιδίποδας, Αντιγόνη, Κρέων, Πολυνείκης, Ετεοκλής). Και αυτό ίσως εξηγεί γιατί δεν το επιλέγουν συχνά οι θίασοι, υπάρχει ο φόβος ότι μπορεί να μην είναι πολύ εμπορικό, ένας φόβος αβάσιμος κατά την εκτίμησή μου. Είναι ένα συναρπαστικό έργο.
-Πρόκειται για ένα έργο, όπως είπατε, που έχει πολλές δυσκολίες και υπερβάσεις. Εσάς πόσο σας απασχολούν τα θέματα τα οποία πραγματεύεται σε προσωπικό επίπεδο;
Κοιτάξτε, βλέπει κανείς τη σημερινή πραγματικότητα κι αντιλαμβάνεται ότι ο διχασμός τα τελευταία χρόνια ολοένα και εντείνεται. Κι όχι μόνο στην Ελλάδα, γιατί κι εμείς συνηθίζουμε να ωραιοποιούμε τη χώρα μας ακόμα και στα κακά, ότι εμείς μόνο έχουμε θέματα εμφύλιου διχασμού και διχόνοιας, ενώ είναι η παγκόσμια πραγματικότητα. Και στη χώρα μας έχει επιστρέψει πολύ ενεργά. Στα χρόνια της κρίσης, που βιώσαμε και βιώνουμε, ο κόσμος αισθάνθηκε την ανάγκη από κάπου να πιαστεί, θέλει να ανήκει κάπου. Οι Έλληνες πολιτικοί, όλου του πολιτικού φάσματος, δεν εξαιρώ κανένα κόμμα, εργαλειοποίησαν αυτή την ανάγκη του κόσμου. Γιατί είναι βολικό για τους πολιτικούς να ανήκουν οι πολίτες είτε στη μία πλευρά είτε στην άλλη, έτσι μπορούν να συσπειρώνουν τους οπαδούς τους. Αυτό όμως δεν βοηθά καθόλου στη συνεννόηση των ανθρώπων και στο να βρούμε ένα κοινό τόπο παρά τις διαφορετικές απόψεις μας.
-Έχετε υψηλότερους στόχους από τη σκηνοθεσία; Θα σας ενδιέφερε να διευθύνετε έναν πολιτιστικό οργανισμό;
Αν αναφέρεστε στο Εθνικό, ναι. Σας το λέω ευθέως, ότι θα μ’ ενδιέφερε. Έχω καταθέσει ήδη αίτηση για τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή. Είμαι και σε μια ηλικιακή φάση που μ’ ενδιαφέρει συνολικά το φαινόμενο του θεάτρου πέρα από τη δουλειά μου ως σκηνοθέτης.
-Τι πιστεύετε ότι θα πρέπει να έχει ως προτεραιότητα ένα Εθνικό Θέατρο;
Να προασπίσει το θέατρο ουσίας. Το Εθνικό οφείλει, πιστεύω, να είναι ανοιχτό σε όλες τις τάσεις, να μην αποκλείει κανέναν, να προσφέρει ευκαιρίες σε νέους ανθρώπους. Λέω τα βασικά πράγματα, τα αυτονόητα, αλλά καλό είναι να τα υπενθυμίζουμε. Για μένα είναι σημαντικό να κάνει το Εθνικό ένα μεγαλύτερο άνοιγμα προς το εξωτερικό, και να βοηθήσει συνολικά το θέατρο μας να δικτυωθεί περισσότερο με τη διεθνή σκηνή.
-Θεωρείτε ότι λείπει το μοντέλο του Αμόρε από την εποχή μας;
Λείπουν εν γένει εστίες θεάτρου που παράγουν θέατρο ουσίας. Το τοπίο είναι πολύ διαφορετικό, γιατί στα χρόνια της κρίσης διαλύθηκαν όλες οι θεατρικές στέγες επιχορηγούμενου θεάτρου. Με αποτέλεσμα ένα τοπίο πολυσχιδές και χαοτικό όπου γίνονται παραστάσεις που φτάνουν στον αριθμό των 1.500 – 1.600 κάθε χειμώνα, το οποίο είναι πραγματικά ένα εξωφρενικό νούμερο. Και αυτό θα μου πείτε είναι παράδοξο, πώς γίνεται αυτό στην οικονομική κρίση; Και όμως, αυτό συμβαίνει. Δεν υπάρχει πια ένα σύστημα επιχορηγήσεων το οποίο να βάλει τις βάσεις να φτιαχτούν πέντε, επτά θέατρα, όπου να συγκεντρωθούν οι δυνάμεις και να μπορούν να κάνουν απερίσπαστοι τη δουλειά τους οι άνθρωποι του θεάτρου.
-Με ποιον τρόπο επιλέγετε τις συνεργασίες σας;
Προφανώς κι εγώ, θέλω να έχω ένα πλαίσιο παραγωγής σοβαρό, που μπορούν να το προσφέρουν πια οι κρατικοί οργανισμοί και κάποιοι ελάχιστοι ιδιώτες παραγωγοί, όπου αμείβονται οι άνθρωποι όλοι κανονικά, όπου αμείβονται οι ηθοποιοί στις πρόβες τους, όπου έχεις τη δυνατότητα μιας παραγωγής, σε σκηνικά, κοστούμια, να πάρεις συντελεστές που θα πληρωθούν με αμοιβές ικανοποιητικές. Χρειάζομαι κι εγώ πια να κάνω τη δουλειά μου μέσα σ’ ένα πλαίσιο όπου υπάρχει προστασία. Και οι κρατικοί οργανισμοί είναι οι πλέον ενδεδειγμένοι για να προσφέρουν αυτό το πλαίσιο.
Για το τέλος, θα ήθελα σε σχέση με την παράσταση ν’ αναφερθώ στα κορίτσια του Χορού, που είναι ένα πραγματικά θαυμάσιο σύνολο νεαρών γυναικών ηθοποιών που επιβεβαιώνει για μας τους μεγαλύτερους πως υπάρχει μια συνέχεια στο θέατρο, πως υπάρχουν ηθοποιοί που κάνουν τη δουλειά τους με τρομερή πίστη και αφοσίωση και πάντα υπήρχαν και θα συνεχίσουν να υπάρχουν. Είναι πολύ συγκινητικός ο τρόπος με τον οποίο δουλεύουν ασταμάτητα και με έμφαση στη λεπτομέρεια τους τελευταίους δυόμιση μήνες αυτά τα δέκα κορίτσια στην πρόβα κι είμαι πραγματικά ευγνώμων που τις έχουμε μαζί μας.
Νάντια Μπακοπούλου