Τρεις είναι οι μεταλλάξεις που απασχολούν αυτή τη στιγμή την επιστημονική κοινότητα τόνισε στον ΣΚΑΪ ο καθηγητής και μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων του Υπουργείου Υγείας Χαράλαμπος Γώγος. Πρόκειται για τις μεταλλάξεις από τη Βρετανία, τη Νότια Αφρική, και τη Βραζιλία.
Όπως εξήγησε, σε μια πόλη στη Βραζιλία το μεταλλαγμένο στέλεχος του κορωνοϊού επικράτησε στο 50% των περιπτώσεων, ενώ έχει σημειωθεί ως τώρα και ένα κρούσμα στη Γερμανία.
«Από τα τρία αυτά στελέχη προκύπτει, ιδίως για τα δυο τελευταία που δεν τα ξέρουμε, ότι έχουν μεγαλύτερη δυνατότητα να μπουν στα κύτταρά μας και να κάνει λοίμωξη ο ιός, έχουν δυνατότητα να προσδένονται πιο εύκολα και ταχυτέρα με την πρωτεΐνη ακίδα και να προκαλούν νόσο» σημείωσε ο κ. Γώγος.
«Οι μεταλλάξεις έχουν απασχολήσει ιδιαίτερα την επιστημονική κοινότητα, ειδικά αυτή την κρίσιμη περίοδο», σχολίασε ο καθηγητής. Υπάρχουν χιλιάδες μεταλλάξεις που δεν δίνουν συγκριτικό πλεονέκτημα στους ιούς και πολλές από αυτές επιδιορθώνονται, ενώ παράλληλα, μέσα από αυτές επικρατούν κάποιες που τους δίνουν συγκριτικά πλεονεκτήματα.
Δήλωσε δε ότι είναι προτιμότερο να είναι 50% βαρύτερος ένας ιός, παρά 50% μεταδοτικότερος γιατί τότε οι θάνατοι είναι πολύ περισσότεροι. «Μπορεί να υπάρξει πρόβλημα θεραπείας με τα μονοκλωνικά αντισώματα»
δήλωσε για τις μεταλλάξεις.
Ο Χαράλαμπος Γώγος εστίασε και πάλι στη σωστή χρήση της μάσκας, δηλώνοντας ότι η σωστή μάσκα προστατεύει και από τα μεταλλαγμένα στελέχη.
«Πρέπει να κάνουμε συχνή επιτήρηση, με δειγματοληπτικό τρόπο, αλλά και με ιδιαιτέρες περιπτώσεις επαναμόλυνσης, άνθρωποι που επαναμολύνονται πιθανώς να σχετίζονται με τον μεταλλαγμένο ιό επομένως πρέπει να ελέγχονται. Αυτό σημαίνει περισσότερα τεστ και ειδικά τεστ με την ιδιαίτερη γενετική αλληλουχία» είπε χαρακτηριστικά.
«Οι άνθρωποι που μολύνονται με τον κορωνοϊό φαίνεται ότι έχουν μακροχρόνιες συνέπειες κυρίως στο αναπνευστικό σύστημα με ινώσεις που προκαλούνται και παραμένουν, αλλά και με νευρολογικές επιπλοκές και ψυχιατρικές επιπλοκές, που παραμένουν σε βάθος χρόνου και μπορεί να προκαλέσουν νοσηρότητα και θνητότητα» τόνισε ο καθηγητής.