ΣΕΡΡΕΣ ΝΕΑ– Το πρωινό της 5ης Ιουλίου του 1971, περίπου 72 χιλιόμετρα ανατολικά από τις Σέρρες, θα ακουστούν τρία σφυρίγματα. Δευτερόλεπτα αργότερα ο Μελέτης έπεφτε νεκρός από μια μαχαιριά, που έσπασε το πλευρό του και τον βρήκε κατευθείαν στην καρδιά.
Δράστης του άγριου εγκλήματος ήταν ένας μεσόκοπος, ξερακιανός, ψιλόλιγνος κτηνοτρόφος ο Βασίλης, που ήταν παντρεμένος και πατέρας δύο παιδιών. Θύμα ήταν ο Μελέτης, αγροφύλακας της περιοχής και πατέρας δυο παιδιών. Μάλιστα, η κόρη του είχε γεννηθεί μόλις τέσσερις ημέρες πριν το άγριο φονικό.
Το σκηνικό εκτυλίχθηκε μέρα μεσημέρι, σε ένα έρημο χωράφι χωρίς κανείς να αντιληφθεί τίποτα. Οι διαδοχικές αναπαραστάσεις του εγκλήματος που έγιναν τις επόμενες ημέρες μεγέθυναν κατακόρυφα την δραματικότητα του σκηνικού και όσων ακολούθησαν και προηγήθηκαν του εγκλήματος.
Ο Βασίλης συνελήφθη για το φόνο του Μελέτη επτά ώρες αργότερα. Το κίνητρο του ήταν… η βοσκή των κατσικιών του! Ο Βασίλης έβοσκε τα κατσίκια του σε εκείνα τα κτήματα, αν και ήξερε ότι η περιοχή ήταν απαγορευμένη για βοσκή. Ήδη είχαν γίνει τέσσερις καταγγελίες σε βάρος του από την αγροφυλακή και σε δύο μηνύσεις που είχαν εκδικαστεί, ο Βασίλης καταδικάστηκε. Αυτή ήταν η αντιδικία μεταξύ θύτη και θύματος, που οδήγησε στο βίαιο τέλος της ζωής του Μελέτη. Μάλιστα, κάποιος από το οικογενειακό του περιβάλλον, θυμήθηκε αργότερα ότι ο δράστης τον είχε απειλήσει στο παρελθόν, χωρίς ο αγροφύλακας να δώσει σημασία.
Μια λογομαχία και μια νέα απειλή μήνυσης από τον αγροφύλακα φαίνεται πως άναψε το φυτίλι του άγριου εγκλήματος. Οι δυο άντρες συναντήθηκαν εκείνο το πρωί στην αγροτική θέση «Μεστρηλίκια». Ανάμεσα σε χωράφια με σιτάρι και καπνό, ο Βασίλης έβγαζε για βοσκή τα 400 κατσίκια του. Όμως την περίοδο που γινόταν η συλλογή του καπνού, η βοσκή ήταν απαγορευμένη στην περιοχή. Έγινε καταγγελία και κάλεσαν τον αγροφύλακα του χωριού.
Ο Μελέτης, μισή ώρα αργότερα, θα έπεφτε χτυπημένος στο χωράφι, από μια μαχαίρια τόσο δυνατή που του έσπασε το πλευρό. Έβγαλα αμέσως την υπηρεσιακή του σφυρίχτρα και σφύριξε τρεις φορές, αλλά κανείς δεν τον άκουσε. Σκέπασε με καπνό την πληγή του για να σταματήσει την αιμορραγία, έβγαλε τα παπούτσια, το πηλίκιο του και σύρθηκε γύρω στα 60 μέτρα για να φτάσει στο κοντινότερο χωριό.
Απείχε όμως 2 χιλιόμετρα και γρήγορα κατάλαβε πως δεν θα έφτανε ποτέ. Έβγαλε το βιβλίο συμβάντων, που κρατούσε μαζί του και έγραψε: «Βασίλη με έσφαξες». Την ίδια στιγμή ο Βασίλης πήρε το δρόμο της επιστροφής στο χωριό του. Μάλιστα συνάντησε έναν αρχιφύλακα και του είπε ότι είχε μαλώσει με τον αγροφύλακα και μάλιστα ότι τον γρατζούνισε με το μαχαίρι. Έφυγε ήσυχος και πήγαινε να αρμέξει τις κατσίκες του.
Ο γάιδαρος έφερε το πικρό μαντάτο
Λίγες ώρες αργότερα, ο γάιδαρος του Μελέτη θα φτάσει πίσω στο χωριό σέρνοντας το σαμάρι του. Η εικόνα του ξεσαμάρωτου ζωντανού ανησύχησε την οικογένεια του αγροφύλακα, που απευθύνθηκε στην αστυνομία. Τελικά, ο Μελέτης βρέθηκε νεκρός, σκυμμένος στο πλάτωμα μίας στέρνας σε μια προσπάθειά του να πιει νερό. Τον βρήκε ο κουνιάδος του στις 10 το βράδυ.
«Για Δεσπότης έκανε ο Μελέτης», «Χρυσό παιδί ήταν ο Μελέτης» θα πουν αργότερα οι συγχωριανοί του. «Έψαχνα σαν τρελός με τα φώτα του τρακτέρ στο χωράφια. Κάτι μου έλεγε πως θα μας έβρισκε το κακό. Ξαφνικά αντίκρισα το πτώμα και έτρεξα, το αγκάλιασα και κάθισα και έκλαιγα. Εκεί με βρήκαν χωροφύλακες όταν έσερναν το φονιά για να τους δείξει τον τόπο που έκανε το έγκλημα. Και ο φονιάς έκλαιγε. Φώναξε μάλιστα σε μια στιγμή «Αμάν Μελέτη σ’ έφαγα»», είπε ο κουνιάδος του Μελέτη. Το επόμενο πρωί η γυναίκα του Μελέτη βάπτισε την νεογέννητη κόρη τους. Μελετία την ονομάτισε για να τιμήσει το νεκρό άντρα της.
Η δίκη
Λίγους μήνες αργότερα, ο Βασίλης κάθισε στο εδώλιο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Κατερίνης, το οποίο τον καταδίκασε σε ισόβια κάθειρξη. Ωστόσο, η απόφαση αναιρέθηκε από τον Άρειο Πάγο με αποτέλεσμα ο άνδρας να κληθεί, εκ νέου, από την δικαιοσύνη να δώσει εξηγήσεις.
Όταν ήρθε η ώρα της απολογίας του, ο Βασίλης έκανε λόγο για ένα τραγικό δυστύχημα, υποστηρίζοντας πως το θύμα αλλά κι άλλοι αγροφύλακες τον εκβίαζαν και για να μην του υποβάλουν μηνύσεις τους έδινε χρήματα. «Την προηγούμενη ημέρα πίναμε μαζί καφέ και του έδωσα 2.000 δραχμές. Όταν τον συνάντησα στο χωράφι, αυτός μου ζήτησε και ένα κατσίκι για να μπορέσω να βοσκήσω τα ζωντανά μου. Θέλησα να τον φοβίσω και γι’ αυτό τον τραυμάτισα ελαφριά. Όταν, όμως, είδα το αίμα φοβήθηκα κι έφυγα», είπε ο κατηγορούμενος.
Επανέλαβε πολλές φορές ότι δεν είχε πρόθεση να σκοτώσει τον αγροφύλακα και πως ήθελε μόνο να τον φοβίσει για να σταματήσει να τον εκβιάζει.
Η απολογία του δεν έπεισε τον εισαγγελέα της έδρας, ο οποίος ζήτησε την επικύρωση της ποινής της ισόβιας κάθειρξης που του είχε αρχικά επιβληθεί.
«Διέπραξε το έγκλημα για να απαλλάξει τον εαυτό του από έναν οχληρό τηρητή του νόμου», είπε απευθυνόμενος στο δικαστήριο ο εισαγγελέας. Ωστόσο, οι δικαστές του αναγνώρισαν το ελαφρυντικό του πρότερου εντίμου βίου και του επέβαλλαν ποινή κάθειρξης 20 ετών και 6 μηνών.