του Στέφανου Λιγνού
Τσάι και συμπάθεια…Αυτός θα μπορούσε να είναι ο τίτλος της σημερινής πολυσυζητημένης επίσκεψης του απερχόμενου Προέδρου των Η.Π.Α. Μπαράκ Ομπάμα, στην οποία έχει επενδύσει πάρα πολλά η κυβέρνηση και προσωπικά ο Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας.
Τι μπορεί όμως να σηματοδοτεί για την ελληνική κυβέρνηση η επίσκεψη του δημοκρατικού προέδρου των ΗΠΑ, ο οποίος σε περίπου επτά εβδομάδες παραδίδει την εξουσία στον δεξιό και υπερσυντηρητικό Ντόναλντ Τραμπ;
Το Μέγαρο Μαξίμου επιμένει ότι ο Μ. Ομπάμα λειτουργεί ευεργετικά για την ελληνική πλευρά και θα συμβάλλει όσο το δυνατόν περισσότερο για να δοθεί μια λύση στο ζήτημα του ελληνικού δημόσιου χρέους. Είναι η ίδια ακριβώς ψευδαίσθηση που είχε και ο πρώην Πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς που πίστευε ότι οι ΗΠΑ θα δώσουν χειροπιαστή λύση στο ζήτημα του χρέους, η οποία όμως δεν ήρθε ποτέ.
Εξάλλου η αμερικανική πλευρά έδινε απλόχερα τα τελευταία χρόνια θετικές δηλώσεις για το ζήτημα του χρέους, ενισχύοντας τις ελληνικές προσδοκίες, αλλά επί της ουσίας δεν έγινε απολύτως τίποτα, ενώ πάντα, υπήρχε η διευκρίνιση για την συνέχιση και προώθηση των μεταρρυθμίσεων που είναι προαπαιτούμενες.
Εάν ανατρέξει κανείς στην πρόσφατη πολιτική και οικονομική ιστορία θα διαπιστώσει, ειδικά τα τελευταία έξι χρόνια, κατά τα οποία η χώρα είναι σε καθεστώς μνημονίου, δεν ήταν λίγες οι φορές που οι ΗΠΑ υπεραμύνθηκαν της άποψης περί της ελάφρυνσης του δημοσίου χρέους, είτε με δηλώσεις του Μ. Ομπάμα, είτε του υπουργού Οικονομικών Τζακ Λιου που θα συνοδεύει τον αμερικανό πρόεδρο στην Αθήνα και είναι ένα από τα πρόσωπα που έχει εκφραστεί ήδη υπέρ του τερματισμού της λιτότητας και υπέρ των μέτρων για την ελάφρυνση του χρέους.
Πολλοί θυμούνται τις αντιπαραθέσεις του Λιού με την γενική διευθύντρια του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ ή με τον Γερμανό υπουργό Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε για το ζήτημα του χρέους. Το…έργο αυτό είχε ξαναπαιχτεί και με μεγάλη επιτυχία επί πρωθυπουργίας Αντ. Σαμαρά που είχε και προσωπική σχέση με τον Λιού, ο οποίος είχε έρθει και στην Αθήνα και είχε προβεί σε υποστηρικτικές για τα ελληνικά συμφέροντα δηλώσεις, ενώ την ίδια θετική στάση είχε και ο πρώην υπουργός Οικονομικών, και πάλι επί Ομπάμα, ο Τίμοθι Γκάιντνερ.
Έναντι του επικοινωνιακού βομβαρδισμού για τη σημασία της επίσκεψης Ομπάμα, που σε συμβολικό επίπεδο ουδείς υποτιμά, η πλευρά της Γερμανίας έσπευσε να προσγειώσει την ελληνική κυβέρνηση, μέσω ενός άρθρου που δημοσιεύτηκε, παραμονή της άφιξης του προέδρου των ΗΠΑ, στην συστημική εφημερίδα του γερμανικού κατεστημένου Frakfurter Algemeine Zeitung που έστειλε το μήνυμα στην Αθήνα με την εξής υποσημείωση: «Σημασία δεν έχει τι θα δηλώσει στην Αθήνα ο απερχόμενος Αμερικανός Πρόεδρος για το ελληνικό χρέος, αλλά τι λέει ο νεοεκλεγείς».
[irp posts=”79772″ name=”Κυκλοφοριακές ρυθμίσεις: Ομπάμα στην Αθήνα-Κλειστοί δρόμοι”]
Πλειστάκις η αμερικανική πλευρά, είτε παλαιότερα με τον Γκάιντνερ είτε με τον Λιου ή ακόμα και σε κεντρικό επίπεδο με τον πρόεδρο Ομπάμα αναφέρθηκε στην αναγκαιότητα απομείωσης του χρέους, λόγια που κυρίως ηχούν ως «μουσική στα αυτιά των κυβερνήσεων των Αθηνών», είτε πριν επί Αντ. Σαμαρά, είτε τώρα επί Αλ. Τσίπρα, αλλά δεν αρέσουν στους πιστωτές.
Και τον περασμένο Ιούλιο στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ στη Βαρσοβία, ο Ομπάμα στη συνάντηση που είχε με τον Αλ. Τσίπρα, στο περιθώριο των εργασιών της Συμμαχίας, αναγνώρισε την πρόοδο που έχει κάνει η Ελλάδα για την αντιμετώπιση των οικονομικών προκλήσεων που αντιμετωπίζει και την ενθάρρυνε να συνεχίσει την εφαρμογή των σημαντικών οικονομικών μεταρρυθμίσεων, ενώ επανέλαβε και την υποστήριξη των ΗΠΑ για την ουσιαστική ελάφρυνση του χρέους.
Μια αντίστοιχη συζήτηση είχε γίνει και το καλοκαίρι του 2013, όταν ο Αντ. Σαμαράς ως Πρωθυπουργός συναντούσε τον στενότατο συνεργάτη του Ομπάμα, τον υπουργό Οικονομικών Λιού (είχε θέση επιτελάρχη του Λευκού Οίκου την περίοδο 2012-2013), ενώ είχε ακολουθήσει το ταξίδι του έλληνα Πρωθυπουργού στις ΗΠΑ και η συνάντηση στο Λευκό Οίκο. Εκεί όμως Σαμαράς και Ομπάμα δεν συζήτησαν, λόγω της αμερικανικής στάσης, το ζήτημα του χρέους που δεν ετέθη στο τραπέζι, ενώ το μόνο που εισέπραξε η ελληνική πλευρά ήταν μια δήλωση στήριξης, «θα σταθούμε στο πλευρό της Ελλάδας».
Εάν δει κανείς τις τότε διαρροές του Μεγάρου Μαξίμου και τις σημερινές θα βρει πάρα πολλές ομοιότητες. Οι προσδοκίες είναι οι ίδιες, αλλά απλώς η σημερινή κυβέρνηση αναγάγει την όποια δήλωση του προέδρου Ομπάμα σε πολιτική πίεση για να λυθεί το χρέος. Μια αυταπάτη όπως και πολλές άλλες στο παρελθόν, από τη στιγμή που ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ Τραμπ έχει συγκεκριμένη άποψη για το χρέος και επαναφέρει το ζήτημα σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Η μάχη για το ελληνικό χρέος δεν παίζεται μεταξύ Αθήνας και Βερολίνου, ούτε θα παίξει καθοριστικό ρόλο η όποια θετική δήλωση του Ομπάμα, εάν δεν ασκηθούν πραγματικές και ουσιαστικές πιέσεις από την πλευρά των ΗΠΑ που κυρίως ενδιαφέρονται για το ευρύτερο γεωπολιτικό παιχνίδι στην περιοχή (Συρία, Μέση Ανατολή, θέση Ρωσίας στην Ανατολική Μεσόγειο, κ.α.) και για το Κυπριακό που βρισκόμαστε κοντά σε λύση περισσότερο από άλλη φορά.
Στην ουσία το ζήτημα «ελληνικό χρέος» δεν εντάσσεται στις διμερείς ελληνοαμερικανικές σχέσεις, αλλά στην παλέτα των προβλημάτων που διχάζουν ΗΠΑ και Γερμανία, καθώς ο Σόιμπλε που έχει την μπαγκέτα αγνοεί τις συστάσεις της αμερικανικής πλευράς για το χρέος, ειδικά αυτή την περίοδο που έχει ξεκινήσει η προεκλογική εκστρατεία για τις γερμανικές εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2017.
Εξάλλου, δεν είναι μόνο η Γερμανία που έχει εκλογές, αλλά είναι η Γαλλία και η Ολλανδία και ως εκ τούτου ουδείς θέλει να συζητήσει επί της ουσίας για το χρέος, ενώ ένα άλλο πρόβλημα που έχει η κυβέρνηση Τσίπρα, είναι ότι την θεωρούν «τελειωμένη», όπως θεωρούσαν και την κυβέρνηση Σαμαρά το φθινόπωρο του 2014. Είναι ακριβώς το ίδιο έργο σε επανάληψη, καθώς οι πιστωτές βλέπουν, με βάση τις δημοσκοπήσεις ότι προηγείται σημαντικά η Ν.Δ., αν και στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν υπάρχει εκλογικός ορίζοντας, όπως υπήρχε το 2015 λόγω της προεδρικής εκλογής.
Το ζήτημα είναι εάν θα δοθεί λύση και ποια θα είναι για το χρέος, εάν θα συνοδευτεί με νέες γενναίες μεταρρυθμίσεις και κατά πόσο θα εντάσσονται σε ένα τέταρτο μνημόνιο που δεν θα το αντέξει η κυβέρνηση!