Σε όλους μας αρέσει να τσιμπολογάμε αλλά κάθε φορά ερχόμαστε αντιμέτωποι με ένα σοβαρό δίλημμα: γλυκό ή αλμυρό;
Γιατί άραγε κάποιοι άνθρωποι έχουν μεγάλη αδυναμία στα γλυκά ενώ άλλοι υποκύπτουν στα αλμυρά εδέσματα;
«Αυτά που μας αρέσει να τρώμε είναι ίσως ένα από τα πιο θεμελιώδη μυστήρια της ανθρώπινης συμπεριφοράς», αναφέρει η Julie Mennella, ψυχολόγος που μελετά την επιστήμη που κρύβεται πίσω από τη γεύση. Τούτου λεχθέντος δεν είναι ότι σας αρέσει το γλυκό ή το αλμυρό, είναι ότι μπορεί να προτιμάτε το ένα από τα δύο να βρίσκεται σε χαμηλότερο επίπεδο στον οργανισμό σας.
Όπως ίσως να γνωρίζετε στην γλώσσας μας βρίσκονται περίπου 10.000 γευστικοί κάλυκες που μας βοηθούν να αναγνωρίζουμε τις τέσσερις βασικές γεύσεις: γλυκό, πικρό, ξινό, αλμυρό, αλλά μερικοί από εμάς είμαστε περισσότερο διατεθειμένοι να φτάσουμε τη γεύση του γλυκού σε πιο υψηλό επίπεδο από αυτή του αλμυρού.
Οπότε τι κρύβεται πίσω από αυτή την έντονη επιθυμία για γλυκό ή αλμυρό. Ενδεχομένως έχει να κάνει και με την γενετική. To DNA μας καθορίζει πόσο ευαίσθητοι είμαστε σε ορισμένες γεύσεις – όσοι από εμάς έχουμε αδυναμία στα γλυκά μπορεί να έχουμε υψηλότερο γλυκό όριο για παράδειγμα και να θέλουμε περισσότερη ζάχαρη για να ικανοποιήσουμε τη γεύση μας.
Την ίδια στιγμή, το μυαλό μας είναι επίσης παγιδευμένο να υποκύψει στη ζάχαρη. Όταν πρόκειται για γλυκό, δεν έχει σημασία πόσο αδύναμος/η μπορεί αν είστε. Σημασία έχει και τι συμβαίνει στον εγκέφαλό σας. Δεν υπάρχει αμφιβολία λοιπόν ότι δεν μπορούμε να αντισταθούμε στα επιδόρπια.
Αλλά εκτός από τις γενετικές επιρροές, η γεύση εξαρτάται από το τι έχουμε συνηθίσει να τρώμε. «Μπορεί να μάθουμε τρώγοντας», εξηγεί η ερευνήτρια. «Όσο περισσότερο εντάσσετε μια γεύση στη διατροφή σας, τόσο περισσότερο τη συνηθίζετε».
Έτσι αν στην παιδική σας ηλικία τρώγετε πατατάκια, είναι πιο πιθανό να προτιμάτε την ίδια αλμυρή γεύση κι ενώ μεγαλώνετε.