«Δεν έχουμε σωσμό με αυτό το παιδί. Χρυσάφι πιάνει, κάρβουνο γίνεται»… με τη φράση αυτή ηγετικό στέλεχος της παλιάς φρουράς περιέγραψε την απογοήτευση που επικρατεί στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης από τη στάση που κράτησε στην υπόθεση των εορτασμών για την επέτειο του Πολυτεχνείου.
Του Χρήστου Υφαντή
Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε επενδύσει πολλά στην υπόθεση της επετείου του Πολυτεχνείου. Επεδίωκε, με κάθε τρόπο, να κερδίσει την ιδιότυπη εσωτερική αναμέτρηση στην καθ’ ημάς αριστερά για την πρωτοκαθεδρία (χωρίς να αποστεί από την κοινωνία) προσβλέποντας σε επικοινωνιακά και δημοσκοπικά κέρδη, ώστε να καταφέρει να ξεφύγει από τον «θανάσιμο εναγκαλισμό» που βιώνει εξαιτίας της απομόνωσης του και, ταυτόχρονα, να καταφέρει ισχυρά πλήγματα στην κομμουνιστική ορθοδοξία του Κ.Κ.Ε. και στον ασφαλή αριστερό χαβαλέ του Βαρουφάκη.
Ατύχησε και στα δύο. Η διαδικασία που εξελίχθηκε εντός της κοινοβουλευτικής αριστεράς κατέληξε σε ένα θρίαμβο για το Κ.Κ.Ε., το οποίο και ιδεολογικά και πολιτικά κυριάρχησε και έδωσε το στίγμα του χώρου, τόσο με τις δημοσιοποιήσεις πολιτικών κειμένων κατά των μέτρων περιορισμού και των απαγορεύσεων της κυβέρνησης και την συλλογή (των γνωστών) υπογραφών, όσο και με την επίσκεψη στην Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο συμβολισμός της οποίας ενίσχυσε ουσιαστικά την πρωτοκαθεδρία του Περισσού.
Ο ΣΥΡΙΖΑ «πέρασε και δεν ακούμπησε», κατά τη λαϊκή ρήση. Παρέμεινε όλο αυτό το διάστημα ουραγός, προσέφερε άπλετο χώρο στο Κ.Κ.Ε. για να κυριαρχήσει και είδε ακόμη και τον Βαρουφάκη να γίνεται θέμα με την αίτηση του ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά της κυβερνητικής απόφασης για την ακύρωση όλων των εκδηλώσεων.
Ο Τσίπρας ζει ένα Βατερλώ. Βρέθηκε να παρακολουθεί τις εξελίξεις και επιχείρησε να ηγεμονεύσει στο χώρο πατώντας σε δύο βάρκες, πολιτική που αποδείχθηκε τραγική και συνέβαλε αποφασιστικά να καταλήξει το κόμμα του να παρατηρεί απλώς τον Κουτσούμπα να χειρίζεται όλη την αριστερή αντιπολίτευση και να θριαμβεύει, ως παλιός στο κουρμπέτι της «επανάστασης» και του τακτικισμού.
Τι έφταιξε για την εικόνα αυτή; Η εγγενής αδυναμία του (ανικανότητα την περιγράφουν μερικοί τολμηροί εντός του κόμματος) να αντιληφθεί τη συγκυρία, τις πολιτικές και κοινωνικές προτεραιότητες, να ιεραρχήσει τη σημαντικότητα των γεγονότων που είναι πυκνά και έντονα και να καταλήξει σε μια πρόταση προς την ελληνική κοινωνία συμβατή με τις ακραίες συνθήκες της πανδημίας και την επείγουσα ανάγκη αυτή να αντιμετωπιστεί ορθολογικά απέναντι στην, έτσι ή αλλιώς, παραπαίουσα αριστερή παράδοση.
Στη λογική «και τούτο ποιείν και τα’ άλλο μη αφιέναι» ο Τσίπρας πήρε βαθμό κάτω από τη βάση και οδήγησε το κόμμα του να παραδέρνει ανάμεσα σε μια τεχνητή υπευθυνότητα απέναντι στην κοινωνία και στους πολίτες και σε ένα ακραίο λεκτικό ακτιβισμό των στελεχών του. Η εικόνα προκάλεσε λύπη για την κατάντια του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, δικαίωσε πλήρως τις πρωτοβουλίες της κυβέρνησης, έφερε τον Μητσοτάκη να υπερασπίζεται μόνος αυτός την υγεία των πολιτών (εκεί κέρδισε πόντους και η κυρία Γεννηματά) και διεύρυνε ακόμη περισσότερο την απόσταση που χωρίζει τον πρώην πρωθυπουργό από τον νυν.
Με τον Τσίπρα να ισορροπεί ανάμεσα στο θεσμικό του ρόλο (αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης) και στις κομματικές του αγκυλώσεις και δεσμεύσεις (ηγέτης ενός παράταιρου γκρουπούσκουλου χωρίς καμία ιδεολογική και πολιτική ομογενοποίηση) οι εξελίξεις στο κόμμα ήταν φυσιολογικές. Την ώρα που τα κομματικά μαντρόσκυλα κραύγαζαν στις τηλεοράσεις και διατράνωναν την αποφασιστικότητα του αριστερού χώρου να υπερασπιστεί τα δήθεν απειλούμενα δημοκρατικά δικαιώματα ο Τσίπρας ξεκινούσε τις τοποθετήσεις του ως άλλος Τσε και κατέληγε ως υποτακτικός του Μητσοτάκη, καθώς η αμείλικτη πραγματικότητα των αριθμών (κρούσματα, διασωληνωμένοι, νεκροί) δεν επιτρέπει σε κανένα να παίζει εν ου παικτοίς με τόσο σημαντικά θέματα.
Η υπόθεση δεν ήθελε πολύ να στραβώσει και στράβωσε. Ο ΣΥΡΙΖΑ εγκατέλειψε στην αποκλειστική διαχείριση του κ. Μητσοτάκη την κορυφαία (και πολιτικά) υπόθεση της πανδημίας, οι πολίτες υπάκουσαν στις κυβερνητικές πρωτοβουλίες αναλογιζόμενοι την υγεία τους, οι συνταγματικές ενστάσεις της «φίλης» Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων αποκρούστηκαν συντεταγμένα από τους κορυφαίους συνταγματολόγους και απόμεινε ο Τσίπρας να επιχειρεί να ισορροπήσει σε δύο βάρκες: στο τέλος βρέθηκε στη θάλασσα, εξέλιξη απολύτως φυσιολογική.
Δεν είναι κρίμα για τον ΣΥΡΙΖΑ αυτό που συνέβη. Είναι απολύτως φυσιολογικό, προκλήθηκε από την εμμονική άρνηση του κόμματος να ομογενοποιηθεί πολιτικά και ιδεολογικά, υποστηρίχθηκε από την αδυναμία της ηγετικής του ομάδας να αποφασίσει ότι «ένα κι ένα κάνουν δύο» ακόμη και σε συνθήκες πανδημίας και εξελίχθηκε όπως ακριβώς εξελίσσονται όλες οι ανάλογες υποθέσεις που διαμορφώνουν πολιτική με τη λογική «μια στο καρφί και μια στο πέταλο».
Το χειρότερο όλων; Έμειναν ξεκρέμαστα στην κοινή γνώμη όλα τα στελέχη του κόμματος που αποπειράθηκαν να εμφανιστούν βασιλικότεροι του βασιλέως και να καταθέτουν δημοσίως απόψεις για δήθεν εκτροπή, δήθεν πραξικόπημα, δήθεν αντισυνταγματικότητα της κυβερνητικής απόφασης. Οι παρεμβάσεις τους, είτε δια ζώσης, είτε με αναρτήσεις και δηλώσεις προκαλούν ήδη γέλιο και διευρύνουν το χάος που χαρακτηρίζει την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, όπως την εμπνέεται και την διαμορφώνει η ηγετική του ομάδα. Lykavitos.gr