ΓΕΡΜΑΝΙΑ – ΙΑΠΩΝΙΑ: Το φάντασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου πλανάται πάνω από τον πλανήτη. Ο Βλαντιμίρ Πούτιν, άλλωστε, που προτιμά να ζει στα περασμένα μεγαλεία της Μεγάλης Ρωσίας και της Σοβιετικής Ένωσης, πολεμάει τους «Ουκρανούς ναζί».
Διαβάστε όλες τις ειδήσεις από το tilegrafimanews.gr
Η Δύση επαναφέρει διαρκώς το φάντασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου για να εξηγήσει τη σημασία της συμμαχίας υπέρ της Ουκρανίας.
Στην Κίνα, ο πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ αναβιώνει τον θρίαμβο της χώρας του κατά της ιαπωνικής επιθετικότητας, επιθυμώντας –σχεδόν από αρχής της προεδρίας του το 2012– να επαναφέρει την Κίνα ως κρίσιμο παράγοντα στη διεθνή σκηνή. Εξάλλου, ήδη από το 2014 έχει καθιερώσει δύο επιπλέον εθνικές εορτές: την 3η Σεπτεμβρίου (Ημέρα Νίκης κατά των Ιαπώνων το 1945) και τη 13η Δεκεμβρίου εις μνήμην των θυμάτων των αυτοκρατορικών ιαπωνικών στρατευμάτων το 1937.
Μπορεί η ανάκληση μνήμης του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου να ξυπνά ένστικτα και από κεκτημένη ταχύτητα αντιδράσεις από τις χώρες που ηττήθηκαν; Μπορεί η Γερμανία και η Ιαπωνία να παραμένουν εγκλωβισμένες στην ενοχή του ηττημένου που μεταφράστηκε σε πασιφιστική στάση όλες τις μεταπολεμικές δεκαετίες; Μπορεί η πριν από σχεδόν 80 χρόνια ήττα να στοιχειώνει ακόμη Βερολίνο και Τόκιο;
Η γερμανική και η ιαπωνική zeitenwende
Ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς, τρεις ημέρες από της ενάρξεως του πολέμου στην Ουκρανία, ανακοίνωσε την περίφημη zeitenwende, το σημείο καμπής στη σύγχρονη γερμανική ιστορία. Σε μία χαρακτηριστική ομιλία στην Μπούντεσταγκ στις 27 Φεβρουαρίου του 2022, ο Σολτς ανακοίνωσε ότι –ως απάντηση στη ρωσική επιθετικότητα– η κυβέρνησή του θα δαπανήσει 100 δισ. ευρώ για στρατιωτικούς εξοπλισμούς, αντιστρέφοντας την ιδιαίτερα προσεκτική αμυντική πολιτική της Γερμανίας.
Λίγους μήνες μετά, βέβαια, η γερμανική κυβέρνηση έκανε ένα βήμα πίσω, λέγοντας ότι θα καθυστερήσει τη στρατιωτική της ανάπτυξη. Και σήμερα, που η Ουκρανία μετρά σχεδόν έναν χρόνο αμυνόμενη, το Βερολίνο διστάζει να την εξοπλίσει με τα περίφημα Leopard – διότι φοβάται την κλιμάκωση του πολέμου με τη Ρωσία. Απ’ ό,τι φαίνεται, ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος αρκεί για τη Γερμανία· δεν χρειάζεται να τον επαναλάβει.
Η Ιαπωνία, από την άλλη, ήδη από τα χρόνια του προσφάτως δολοφονηθέντος πρωθυπουργού της, Σίνζο Άμπε, είχε δείξει σημάδια αποστασιοποίησης από τον απόλυτο πασιφισμό του μεταπολεμικού συντάγματός της, που, όπως λέγεται, υπαγορεύτηκε από τις ΗΠΑ. Εξάλλου, το περίφημο άρθρο 9 του συντάγματος προβλέπει ότι η Ιαπωνία αποκηρύσσει τον πόλεμο ως δικαίωμα του κράτους, απαγορεύει στη χώρα να χρησιμοποιεί βία για την επίλυση διεθνών διαφορών και να διαθέτει τα εργαλεία για να διεξαγάγει πόλεμο. Αυτό ακριβώς το άρθρο είχε ανεπιτυχώς προσπαθήσει να αλλάξει ο Σίνζο Άμπε.
Προ μηνός, ωστόσο, περί τα μέσα Δεκεμβρίου, ο Ιάπωνας πρωθυπουργός Φούμιο Κισίντα ανακοίνωσε τη δική του zeitenwende: «Ο καθένας μας πρέπει να έχει τη συνείδηση ότι προστατεύουμε τη χώρα μας. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, όπως μάθαμε από την Ουκρανία. Βρισκόμαστε τώρα σε ένα σημείο καμπής της πολιτικής μας για την εθνική ασφάλεια».
Και δεν αναφερόταν μόνο στην Ουκρανία φυσικά· το Τόκιο είναι στον πυρήνα του βαθιά ανήσυχο για τις απειλές του Πεκίνου κατά της Ταϊβάν και τις πυρηνικές προειδοποιήσεις της Πιονγιάνγκ κατά πάντων.
Για όλα αυτά, η ιαπωνική κυβέρνηση αποφάσισε στρατιωτικές δαπάνες 322 δισ. δολαρίων για την επόμενη πενταετία.
Γερμανία: Μια νέα απομόνωση;
Το Βερολίνο παραμένει μουδιασμένο για το Κίεβο και την εμπόλεμη Ευρώπη – κυρίως ο Σολτς που δεν θέλει να αντιμετωπίσει στρατιωτικά τον Πούτιν, καθότι η Πράσινη Αναλένα Μπέρμποκ, υπουργός Εξωτερικών, και μέλη των Φιλελευθέρων Δημοκρατών, το τρίτου κυβερνητικού εταίρου, προτείνουν απροϋπόθετο εξοπλισμό της Ουκρανίας.
Αυτή η αμηχανία κινδυνεύει να οδηγήσει τη Γερμανία σε απομόνωση – τη χώρα που αποτελεί πυλώνα της Ε.Ε. και της παγκόσμιας οικονομίας, καθώς και ενεργό σύμμαχο του ΝΑΤΟ. Τη στάση Σολτς, δε, υιοθετεί, σύμφωνα με δημοσκοπήσεις, το 50% των Γερμανών, που δεν θέλει την αποστολή τανκς στην Ουκρανία.
«Η γερμανική απροθυμία μπορεί να συνοψιστεί σε μια λέξη, και αυτή είναι “ιστορία”», ανέφερε ο Στίβεν Ε. Σόκολ, πρόεδρος του Αμερικανικού Συμβουλίου για τη Γερμανία, στους New York Times. «Οι Γερμανοί θέλουν να τους βλέπουν ως εταίρους, όχι ως επιτιθέμενους, και έχουν ιδιαίτερη ευαισθησία στην παράδοση όπλων σε περιοχές όπου τα γερμανικά όπλα χρησιμοποιούνταν ιστορικά για να σκοτώσουν εκατομμύρια ανθρώπους», είπε ο ίδιος.
Άλλωστε, ο Θεμελιώδης Νόμος της Γερμανίας, το σύνταγμα που εγκρίθηκε το 1949 και υπόκειτο στην έγκριση των Δυτικών συμμάχων, ποινικοποίησε κάθε πράξη που «διαταράσσει τις ειρηνικές σχέσεις μεταξύ των εθνών, ειδικά την προετοιμασία επιθετικού πολέμου».
Εντούτοις, να μη λησμονούμε ότι το Βερολίνο έχει συμμετάσχει ήδη ενεργά σε νατοϊκές αποστολές στο Αφγανιστάν και τα Βαλκάνια. Δεν εμπλεκόταν, όμως, άμεσα η Ρωσία…
Σε αυτό το πνεύμα, ο Τίμοθι Γκάρτον Ας, ιστορικός της Γερμανίας και της Ευρώπης στο κολέγιο St. Antony της Οξφόρδης, θεωρεί, μιλώντας επίσης στη νεοϋορκέζικη εφημερίδα, ότι «η γερμανική θέση είναι βαθιά μπερδεμένη, με την παλιά αντίληψη νεκρή και τη νέα ακόμη αγέννητη».
Αυτή η «νεκρή αντίληψη», όμως, φαίνεται ότι διαπερνά τα γερμανικά κοινωνικά στρώματα. Όπως λέει ο Τόμας Κλάινε-Μπρόκχοφ του German Marshall Fund στο Βερολίνο, οι Γερμανοί ψηφοφόροι θέλουν οι ηγέτες τους πάντα «να πιέζουν τη λεγόμενη ειρηνευτική επιλογή, να είναι τελευταίοι που θα κινηθούν ή να κινηθούν σε συνασπισμό», κάτι που εξηγεί την επιμονή του Σολτς να στείλει Leopard μόνον αν κάνει αντίστοιχη κίνηση η Ουάσιγκτον.
Εξάλλου, η διαχρονική Ostpolitik του Βερολίνου –η πολιτική προσέγγισης με το ανατολικό, πρώην σοβιετικό μπλοκ– είναι περίπου εγγεγραμμένη στο DNA των μεταπολεμικών Γερμανών. Όπως και το Αζοφστάλ, που είχαν οι ναζί κατακτήσει στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και ξύπνησε μνήμες με τις σκληρές μάχες του 2022. Και δεν πρέπει να λησμονούμε τις καθιερωμένες εδώ και χρόνια σχέσεις με τη Μόσχα, που ακροβατούν μεταξύ ενοχής (για τον Β΄ Π.Π.), δέους (για το πολιτισμικό μεγαλείο) και φόβου (για τα πυρηνικά).
Και μεταξύ των 200 εκατ. ευρώ που έστελνε κάθε μέρα εμμέσως το Βερολίνο στη Μόσχα για φυσικό αέριο και πετρέλαιο, σύμφωνα με ρεπορτάζ του Grid.
Αυτές οι ένοχες αναμνήσεις αφορούν, προφανώς, τον πόλεμο εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης. Αλλά ακόμα και μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου το 1989, οι Γερμανοί συνέδεσαν την ενοχή τους αποκλειστικά με τη Ρωσία, ως διάδοχο κράτος, όχι με άλλα νέα μετασοβιετικά έθνη, όπως η Ουκρανία και η Λευκορωσία, όπου οι ναζί σκότωσαν ακόμα περισσότερους ανθρώπους, όπως είπε η Κλαούντια Μαγιόρ του Γερμανικού Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων και Υποθέσεων Ασφάλειας στους New York Times. «Κάναμε τόσο κακό στη Σοβιετική Ένωση, που δεν μπορούμε να το κάνουμε ξανά, αλλά την εξισώνουμε με τη Ρωσία και ξεχνάμε ότι η Ουκρανία είχε υποστεί χειρότερα».
Η κοινή γνώμη φαίνεται να μετατοπίζεται υπό την πίεση των συμμάχων και δεδομένων της φρίκης του πολέμου, δήλωσε στη νεοϋορκέζικη εφημερίδα ο Tόρστεν Μπένερ, διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνούς Δημόσιας Πολιτικής στο Βερολίνο, ο οποίος μελετά τους Σοσιαλδημοκράτες. «Αν ο Σολτς πάει και πει ότι τώρα είναι η στιγμή (σ.σ. για πιο ενεργή επέμβαση κατά της Ρωσίας), νομίζω ότι μπορεί να στοιχίσει πίσω του την κοινή γνώμη. Τα νούμερα στις δημοσκοπήσεις αλλάζουν. Αυτό θα πει ηγετική ικανότητα».
Το CDU προειδοποιεί για διεθνή απομόνωση της Γερμανίας, παρά τις εκκλήσεις του Σολτς για αλληλεγγύη. Από την άλλη, ειδικοί θεωρούν ότι αυτή η στάση του Βερολίνου θα μειώσει ραγδαία την εμπιστοσύνη στη Γερμανία ως σύμμαχο στο ΝΑΤΟ.
Ιαπωνία: Επιστρέφοντας στις μεγάλες δυνάμεις;
Η Ιαπωνία επανασυστήνεται στον κόσμο, σε μια προσπάθεια να απαλλαγεί από τον χαρακτηρισμό «πασιφιστικό κράτος», που μεταφραζόταν σε μια κάποια απομόνωση. Βέβαια, τα ιαπωνικά μέσα, όπως οι Japan Times, θεωρούν πλέον αποπροσανατολιστικό τον χαρακτηρισμό, σημειώνοντας ότι η χώρα είναι περισσότερο αντιμιλιταριστική/αμυντική παρά πασιφιστική.
Βέβαια, για περισσότερο από μισόν αιώνα, το Τόκιο αρνείται να αποκαλέσει τον στρατό του… στρατό· προτιμά τον χαρακτηρισμό «αμυντική δύναμη». Όλες οι στρατιωτικές συμμετοχές του ήταν απλώς σε ειρηνευτικές αποστολές του ΟΗΕ και σε συνεννόηση με τις ΗΠΑ. Όπως γράφτηκε χαρακτηριστικά, η Ιαπωνία δεν έχει ρίξει ούτε μισή σφαίρα οπουδήποτε στον κόσμο.
Εξάλλου, όπως διαβάζουμε στους Japan Times, στο βιβλίο του «Japan as a Global Military Power» («Η Ιαπωνία ως παγκόσμια στρατιωτική δύναμη»), ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Warwick, Κρίστοφερ Χιουζ, τονίζει ότι η Ιαπωνία διαθέτει τον τρίτο ή τέταρτο μεγαλύτερο στρατιωτικό προϋπολογισμό στον κόσμο, επιδιώκει τη δημιουργία δυνατοτήτων αντεπίθεσης, διαθέτει τον μεγαλύτερο στόλο F-35 πλην των ΗΠΑ, στρατιωτικούς δορυφόρους, αεροπλανοφόρα, αμφίβιες δυνάμεις, δικαίωμα συμμετοχής σε συλλογικές επιχειρήσεις αυτοάμυνας και προληπτική άμυνα στον κυβερνοχώρο.
Αυτή επιστροφή, όμως, λένε οι ειδικοί, δεν συνεπάγεται ρεβανσισμό και επιστροφή στο πολεμοχαρές παρελθόν της Ιαπωνίας. Αποδεικνύει ότι το Τόκιο –αφοσιωμένος σύμμαχος των ΗΠΑ– αντιλαμβάνεται την αποσταθεροποιημένη ασφάλεια στην περιοχή του και προσπαθεί να συντονιστεί με τις ανάγκες και τις ανησυχίες της εποχής.
Ο Φούμιο Κισίντα κατά τη διάρκεια συνεδρίασης στην Κάτω Βουλή, τη Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2023, στο Τόκιο. Ο Ιάπωνας πρωθυπουργός ανέφερε ότι η Ιαπωνία αντιμετωπίζει το χειρότερο περιβάλλον ασφαλείας στην περιοχή από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. (©AP Photo/Eugene Hoshiko)
Οι ανάγκες και οι ανησυχίες της εποχής συνοψίζονται σε μία λέξη: Κίνα. Και εμμέσως στη Ρωσία, που το Τόκιο φοβάται ότι θα ανοίξει την όρεξη του Πεκίνου για την Ταϊπέι.
«Οι συνεχείς κινεζικές παραβιάσεις των χωρικών υδάτων της Ιαπωνίας, η ταχεία στρατιωτική της ανάπτυξη και η εκτόξευση πέντε βαλλιστικών πυραύλων στην αποκλειστική οικονομική ζώνη της Ιαπωνίας τον περασμένο Αύγουστο, κατά τη διάρκεια των στρατιωτικών ασκήσεων γύρω από την Ταϊβάν, δημιούργησαν συνδυαστικά το σημείο καμπής για την Ιαπωνία», ανέφερε στο GZero ο Ντέιβιντ Μπόλινγκ, διευθυντής Ιαπωνικού και Ασιατικού Εμπορίου στο Eurasia Group.
Ο Κισίντα αντιμετωπίζει αντίστοιχο μεν, αντίστροφο πρόβλημα με τον Σολτς δε. Ενώ το Βερολίνο πιέζεται να αναπτυχθεί και να συμμετάσχει στρατιωτικά στον πόλεμο, το Τόκιο δέχεται πιέσεις να μην το κάνει, κυρίως για οικονομικούς λόγους. Και ενώ οι μισοί Γερμανοί πολίτες προτιμούν να συνεχίσουν στην ήσυχη πεπατημένη, το 55-60% των Ιαπώνων συμφωνεί με τις αποφάσεις της κυβέρνησης.
Ταυτόχρονα, προ ολίγων ημερών, ο Βρετανός πρωθυπουργός Ρίσι Σούνακ και ο Ιάπωνας ομόλογός του Φούμιο Κισίντα, σε μια προσπάθεια να ευθυγραμμιστεί με τους συμμάχους των ΗΠΑ, υπέγραψαν σημαντική αμυντική συμφωνία στο Λονδίνο. Η συμφωνία –η πιο σημαντική μεταξύ των δύο χωρών εδώ και περισσότερο από έναν αιώνα, σύμφωνα με το Bloomberg– επιτρέπει τον σχεδιασμό και την εφαρμογή μεγαλύτερων, πιο περίπλοκων στρατιωτικών ασκήσεων, σύμφωνα με ανακοίνωση της βρετανικής κυβέρνησης.
Το ίδιο σύμφωνο είχε υπογράψει το 2020 με την Αυστραλία, το οποίο ο Κισίντα με τον Αυσταλό ομόλογό του Άντονι Αλμπανέζι ανανέωσε τον περασμένο Οκτώβριο. Αυτή ήταν, επίσης, μία κίνηση που ενέταξε, έστω και έμμεσα, την Ιαπωνία στο AUCUS, τη συμφωνία Αυστραλίας, Βρετανίας και ΗΠΑ, που υπογράφηκε τον Σεπτέμβριο του 2021 και αφορούσε τη διευκόλυνση της ανταλλαγής τεχνολογίας και τεχνογνωσίας για να βοηθηθεί η Καμπέρα να κατασκευάσει και να αναπτύξει στόλο πυρηνικών υποβρυχίων έως το 2040 – κίνηση που ακύρωσε τη συμφωνία εξοπλισμών της Αυστραλίας από τη Γαλλία, με το Παρίσι να αντιδρά έντονα στην αμερικανική «σφήνα».
Η γερμανική και ιαπωνική επαύριον
«Η Γερμανία κάνει δύο βήματα μπροστά και αμέσως τουλάχιστον ένα βήμα πίσω. Αυτό είναι που προκαλεί σύγχυση στους εταίρους της», είπε στο Grid η Λιάνα Φιξ, διευθύντρια του προγράμματος διεθνών υποθέσεων στο γερμανικό think tank Körber-Stiftung.
Η Ιαπωνία, από την άλλη, διά του Φούμιο Κισίντα, «γράφει με κεφαλαία την αποτρεπτική της ικανότητα», όπως ανέφερε ο Αμερικανός πρέσβης στην Ιαπωνία, Ραμ Ιμάνουελ.
Πού θα καταλήξουν αυτές οι αποφάσεις των δύο χωρών;
Στη Γερμανία, αναρωτιούνται αν η περίφημη zeitenwende έχει ρεαλιστικά ερείσματα. Στην Ιαπωνία, οι ανησυχίες για την Κίνα και τη Βόρεια Κορέα μετατοπίζουν το παράδειγμα.
Μπορεί το Βερολίνο, σε απόλυτους αριθμούς, να έχει υποστηρίξει τα μέγιστα την Ουκρανία, ωστόσο αυτό που μένει είναι η απροθυμία και η διστακτικότητα του Όλαφ Σολτς να περάσει στο επόμενο στάδιο.
Το Τόκιο μοιάζει πιο αποφασισμένο να σώσει εαυτόν και αλλήλους. Η τρίτη μεγαλύτερη οικονομική δύναμη στον κόσμο είναι έτοιμη –και εν πολλοίς αποφασισμένη– να γίνει και η τρίτη μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη στον πλανήτη. Οι σχεδιαζόμενες στρατιωτικές δαπάνες των 322 δισ. δολαρίων είναι αδιάψευστος μάρτυρας.
Γερμανία και Ιαπωνία, οι μεγάλοι ηττημένοι του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ετοιμάζονται για τον 21ο αιώνα και τις αποσταθεροποιητικές του τάσεις. Η πρώτη, με ψυχική και πολιτική αμηχανία. Η δεύτερη με μία πατριωτική βιασύνη να ασφαλιστεί.
Μένει να φανεί ποιος έχει πάρει την ορθή απόφαση για την επαύριον.
Δημήτρης Αθηνάκης/kathimerini.gr