Για μια αίσθηση επιστροφής στην κανονικότητα της ελληνικής πολιτικής ενόψει των εκλογών μετά τις μόνιμες αντιπαραθέσεις με τους πιστωτές και τη σύγκρουση του 2015 που λίγο έλειψε να οδηγήσει στο Grexit κάνει λόγο το Bloomberg.
«Οι πολιτικοί έχουν σταματήσει σε μεγάλο βαθμό να κατηγορούν τις Βρυξέλλες και δείχνουν να εστιάζουν περισσότερο σ’ αυτά που θα μπορούσαν να κάνουν για τους ψηφοφόρους. Η σύγκρουση είναι άγρια ανάμεσα στο κυβερνών αριστερό κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ και την κεντροδεξιά αντιπολιτευόμενη Νέα Δημοκρατία, που προηγείται στις δημοσκοπήσεις. Αλλά δίνει την εντύπωση μιας χώρας που αποζητεί την κανονικότητα», σημειώνει το άρθρο γνώμης του Ferdinando Giuliano
Η βελτίωση της οικονομίας βοηθά σ’ αυτό, λέει το πρακτορείο καθώς η ανεργία έπεσε επιτέλους κάτω από το 20%. «Φυσικά πολλές εταιρείες παραμένουν απρόθυμες να κάνουν επενδύσεις λόγω της υψηλής φορολόγησης και του δυσμενούς επιχειρηματικού κλίματος. Τα επίπεδα της φτώχειας παραμένουν ανυπόφορα. Αλλά υπάρχει μια ελαφρά ανάσα από τα ατέρμονα δεινά που έπληξαν την ελληνική οικονομία για το μεγαλύτερο μέρος αυτής της δεκαετίας», γράφει, υπογραμμίζοντας ότι είναι πιο θετικές και οι δημοσιονομικές προοπτικές με το πρωτογενές πλεόνασμα του πρώτου δεκαμήνου του 2018 να φθάνει σχεδόν τα 6,5 δισ.ευρώ μολονότι το χρέος της χώρας παραμένει κοντά στο 180% του ΑΕΠ.
Όπως σημειώνει το άρθρο, μολονότι εξακολουθεί να επιρρίπτεται η ευθύνη στις Βρυξέλλες και το Βερολίνο για την εμβάθυνση της κρίσης, ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ αποδέχονται πλέον ότι η Ελλάδα χρειάζεται την εμπιστοσύνη των Ευρωπαίων εταίρων και των διεθνών επενδυτών καθώς εστιάζουν στην εκλογική αναμέτρηση του ερχόμενου έτους, που μπορεί να καθορίσει το οικονομικό μοντέλο που θα ακολουθήσει η χώρα τα επόμενα χρόνια.
Και στη συνέχεια παρουσιάζει τις προτεραιότητες των δύο κομμάτων στην οικονομία: «Ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, που έφερε την Ελλάδα στο χείλος της εξόδου από το ευρώ και μετά έκανε πίσω, πιστεύει ότι ήρθε η ώρα να βοηθηθούν όσοι επλήγησαν από την ύφεση. Ο ΣΥΡΙΖΑ προσποιείται ότι βοηθά τις επιχειρήσεις με μείωση του εταιρικού φόρου από το 29% στο 25%, αλλά το επίκεντρο του ενδιαφέροντός του βρίσκεται αλλού. Θέλει να ενισχύσει τον δημόσιο τομέα με νέες προσλήψεις στην εκπαίδευση και την τοπική αυτοδιοίκηση, να αποκαταστήσει τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και να αυξήσει τον κατώτατο μισθό, τις συντάξεις και τα κοινωνικά επιδόματα.
Οι προτεραιότητες του αρχηγού της Νέας Δημοκρατίας, Κυριάκου Μητσοτάκη διαφέρουν ριζικά. Ο σπουδαγμένος στο Χάρβαρντ businessman θέλει μειώσεις στις δαπάνες για να τον βοηθήσουν να χρηματοδοτήσει μια γενναιόδωρη μείωση των φόρων, να αναθέσει υπεργολαβικά δημόσιες υπηρεσίες, μειώνοντας παράλληλα τον εταιρικό φόρο στο 20%. Θέλει επίσης να επανεξετάσεις τις συντάξεις, ενισχύοντας την ιδιωτική συμμετοχή.
Στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ κατηγορούν τη Νέα Δημοκρατία ως “νεοφιλελεύθερη” και ανίκανη να αποκαταστήσει τον αποσυντεθειμένο κοινωνικό ιστό. Αλλά έχουν ένα εις βάρος τους ιστορικό να υπερασπιστούν. Σε μεγάλο βαθμό προκάλεσαν οι ίδιοι την τελευταία ύφεση, όταν ο Τσίπρας και ο τότε υπουργός Οικονομικών Γιάνης Βαρουφάκης επέμεναν στη σύγκρουση με τους πιστωτές. Η Ελλάδα έχασε ορισμένα από τα καλύτερα χρόνια της ευρωπαϊκής ανάκαμψης. Η σύγκριση με την Πορτογαλία -που εμφάνισε ανάπτυξη άνω του 12% μεταξύ του 2014 και του 2017- με την τελματωμένη Ελλάδα είναι αποκαλυπτική».
Το πρακτορείο σημειώνει ότι οι εγχώριοι επενδυτές επιζητούν απεγνωσμένα την αλλαγή, ενώ άλλοι σημειώνουν την έλλειψη προόδου στις μεταρρυθμίσεις και τις επιθέσεις σε ανεξάρτητους θεσμούς, όπως η Τράπεζα της Ελλάδας. Αλλά παρά την απήχηση της ΝΔ στα ανώτερα στρώματα, το μήνυμα του ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να βρίσκει ευήκοα ώτα στα φτωχά.
Και καταλήγει: «Η χώρα αντιμετωπίζει ακόμη τεράστιες προκλήσεις που θα καταστήσουν δύσκολη τη διακυβέρνησή της για όποιον βρεθεί στην εξουσία. Σχεδόν τα μισά δάνεια του τραπεζικού συστήματος είναι μη εξυπηρετούμεα και οι τραπεζικές μετοχές έχασαν φέτος σχεδόν το ήμισυ της αξίας τους. Η επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας μπορεί να γυρίσει σε ύφεση όταν θα αναλάβει την εξουσία μια νέα κυβέρνηση. Κι αυτό θα καταστήσει ακόμη δυσχερέστερη την τήρηση των υπεσχημένων πρωτογενών πλεονασμάτων και ίσως προκαλέσει νέες εντάσεις με την ΕΕ. Η παραγωγικότητα παραμένει ακόμη πολύ κάτω από τα προ-ύφεσης επίπεδα, ενώ το brain drain συνεχίζει να απορροφά ταλέντα από τη χώρα. Η εγχώρια κατανάλωση παραμένει νωθρή μετά από μια δραματική πτώση του βιοτικού επιπέδου. Αλλά τουλάχιστον η Ελλάδα δείχνει έτοιμη να ξαναπάρει στα χέρια της τη μοίρα της. Και μολονότι αυτό δεν είναι αρκετό για την επιτυχία, είναι καλοδεχούμενα τα όποια σημάδια ελπίδας».